Τον «συναντάμε» όλοι σχεδόν καθημερινά καθώς το τεράστιο χάλκινο ρολόι – ποδήλατό του κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας μετρώντας τον αμείλικτο χρόνο στον σταθμό του μετρό στο Σύνταγμα. Πολύ λιγότεροι είναι εκείνοι όμως που είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε τον ιδιόρρυθμο, ετοιμόλογο, συχνά θυμωμένο, γλύπτη που έγραψε τη δική του ξεχωριστή σελίδα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία της τέχνης μέσα από τα πολιτικά του κυρίως έργα, τόσο την περίοδο της χούντας όσο κι εκείνη της Μεταπολίτευσης. Ο Θόδωρος γλύπτης –όπως επιθυμούσε να συστήνεται ο εξ Αγρινίου ορμώμενος Θεόδωρος Παπαδημητρίου –έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών.
Στο πάλλευκο διώροφο ατελιέ του κάτω από την Ακρόπολη, ανάμεσα σε μακέτες, σχέδια και κάποτε μισοτελειωμένα έργα, επικρατούσε πάντα μια δημιουργική αταξία. Εκείνος, με τα μεγάλα σκούρα γυαλιά του, το χαρακτηριστικό του μουστάκι και τη στεντόρεια φωνή του –που ορισμένες φορές σε έκανε να νομίζεις ότι έχει εξοργιστεί -, δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να δείχνει στους επισκέπτες του κάτι που σκάρωνε εκείνη την εποχή, μια ιδέα που είχε για μία ακόμη έκθεση, σαν να μην τον χωρούσε ο τόπος, σαν να ήθελε να κερδίσει τη μάχη με τον χρόνο.
«Το έργο μου είναι η πορεία της ζωής μου, με τα λάθη μου και τις αδυναμίες μου. Δεν είναι μια στατική μονοσήμαντη ωραία εικόνα. Είναι μια περιπέτεια, μια πορεία ζωής, που έχει ωραίες στιγμές αλλά και ναυάγια. Αυτό είναι η ομορφιά της ζωής. Αν εγκλωβίσεις τη ζωή μέσα από ένα καλλωπιστικό μοντέλο “αισθητικής”, αγγίζεις το γελοίο» έλεγε στην τελευταία μας κουβέντα, που δημοσιεύτηκε πέρυσι τέτοια εποχή στα «ΝΕΑ», στο πλαίσιο της σειράς παρουσίασης σημαντικών ελλήνων εικαστικών μέσα στα ατελιέ τους.
Οθόνες, ματράκ (κλομπ) – φαλλοί, περφόρμανς, σε μια εποχή (δεκαετία του ’70) που στην Ελλάδα το είδος βρισκόταν στα σπάργανα, εκείνος είχε μεταφέρει τη ματράκ – φαλλό στους δρόμους της Νέας Υόρκης ολοκληρώνοντας την πορεία του μπροστά στους Δίδυμους Πύργους, με πρόθεση να «αναμετρηθεί» με τα φαλλικά σύμβολα του καπιταλισμού, όπως έλεγε –ήταν μερικά από τα βασικά στοιχεία του εικαστικού του λεξιλογίου, με το οποίο καταξιώθηκε τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, κατέκτησε διεθνή βραβεία κι έφτασε ώς τη διεκδίκηση της έδρας της Γλυπτικής στην Ακαδημία Αθηνών.
Είχε επιλέξει να δηλώνει γλύπτης, τεχνίτης, όπως έλεγε, επειδή «ο γλύπτης κουβαλά μια κατασκευαστική “γλώσσα” με βαθύτατη ιστορία στον ανθρώπινο πολιτισμό. H σχέση με το πλάσιμο των υλικών έχει έναν ερωτισμό που εκτονώνει και ισορροπεί. Το να παλεύω με τον πηλό, με τον γύψο, με το μάρμαρο, με το μέταλλο, ήταν για μένα ηδονική σχέση».
Τώρα δεν απομένει παρά να διαπιστωθεί αν θα πραγματοποιηθεί η επιθυμία του: οι ιστορικοί τέχνης του μέλλοντος «να δουν τη γνησιότητα της στάσης μου και της συμπεριφοράς μου μέσα από τα έργα μου. Προτίμησα τη μαγεία της ισορροπίας στο μεταίχμιο του αέναου ερωτήματος από το βόλεμα μιας καλλιτεχνικής καταξίωσης με μουσειακή ετικέτα. Φοβάμαι την τυποποίηση της αναγνώρισης, γι’ αυτό θα ήθελα να γράψουν δίπλα στο όνομά μου: ένας άνθρωπος που προσπάθησε να αυτοπροσδιοριστεί μέσω της τέχνης χωρίς να έχει ταμπέλα – ετικέτα μιας ψεύτικης ταυτότητας».