Για έναν συγγραφέα ευπώλητων αστυνομικών μυθιστορημάτων όπως ο Μίκαελ Κατς Κρέφελ, το πιο ενδιαφέρον κομμάτι ενός ταξιδιού, σαν αυτό που πραγματοποίησε προ ημερών στην Ελλάδα στο πλαίσιο του θεσμού «Αθήνα 2018 – Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου», είναι η διάδρασή του με τους αναγνώστες και τους δημοσιογράφους. Του αρέσει να ακούει ποικίλες ερωτήσεις και γνώμες, αφενός για τα θέματα που πραγματεύονται τα έργα του και αφετέρου για την ίδια του τη χώρα, τη Δανία. «Με γοητεύει αυτή η αλληλοσυσχέτιση των πολιτισμών, η ανταλλαγή απόψεων για το πώς βλέπουμε τα πράγματα» λέει στο «Βιβλιοδρόμιο». Στον αντίποδα βέβαια της καταδεκτικότητάς του, ο βασικός του ήρωας, ο πρώην αστυνομικός και νυν ιδιωτικός ερευνητής Τόμας Ράουνχολντ (ή σκέτο Ράουν), είναι προφανώς κατά τι λιγότερο ευδιάθετος. Οχι τίποτε άλλο, αλλά όπου κι αν ταξιδέψει, τον βαραίνει κι η ανεξιχνίαστη δολοφονία της γυναίκας του, το τραγικό στοιχείο της ιστορίας του. «Ηθελα κάποιον που αισθάνεται εγκλωβισμένος στη δουλειά του και ταυτόχρονα νιώθει ενοχές γιατί, αν και αστυνομικός, δεν μπόρεσε να προστατέψει τους οικείους του» εξηγεί ο Κρέφελ για τη γέννηση του πρωταγωνιστή του. «Με ενδιαφέρει λοιπόν να μάθω πώς θα βρει μια διέξοδο από όλα αυτά. Πώς θα τον βοηθήσουν οι άνθρωποι γύρω του».
Οι Εκλεκτοί του Θεού
Στην τρίτη του περιπέτεια, με τίτλο «Η σέχτα», ο Ράουν προσεγγίζεται από έναν πανίσχυρο επιχειρηματία ονόματι Φέρντιναντ Μέσμερ, ο οποίος του ζητεί να εντοπίσει τον γιο του Γιάκομπ, δέκα χρόνια αφότου ο δεύτερος ίδρυσε την παραθρησκευτική οργάνωση «Οι Εκλεκτοί του Θεού» κι εξαφανίστηκε. Ο Ράουν τον βρίσκει σε ένα απομονωμένο σπίτι που περισσότερο κολαστήριο θυμίζει παρά Γη της Επαγγελίας, έχοντας όμως ήδη διαπιστώσει ότι η υπόθεση, όπως αναμενόταν, περιλαμβάνει και αρκετές επιπλοκές μεταξύ γιου και πατέρα, συναρθρωμένες και με την οικογενειακή επιχείρηση. Εξίσου ενδιαφέρον πάντως είναι κι ότι η κλειστή κι ιεραρχική κοινωνία των «Εκλεκτών του Θεού», έχει κοινά χαρακτηριστικά με τον κόσμο των επιχειρήσεων, ειδικά εκείνης που διοικεί ο Μέσμερ ο πρεσβύτερος. «Στη διάρκεια της έρευνάς μου έμαθα για κάποιες αυτοκτονικές θρησκευτικές σέχτες, της Δανίας και όχι μόνο. Ανακάλυψα όμως ότι και το μάνατζμεντ μερικών εταιρειών χρησιμοποιεί παρόμοιες τεχνικές και αντίστοιχο λεξιλόγιο. Παρακολουθούσα στο youtube βίντεο με τηλευαγγελιστές ενώ έκαναν κήρυγμα φωνάζοντας κι έπειτα έπεφτα πάνω σε μάνατζερ που υπογράμμιζαν π.χ. τους επτά στόχους που πρέπει να υλοποιεί κανείς στην καριέρα του. Στο τέλος, σχεδόν δεν θυμόμουν ποιος ήταν ποιος».
Σε κάποιο σημείο του βιβλίου, ο Φέρντιναντ Μέσμερ λέει ότι αντιμετωπίζει τους θρησκευόμενους με σκεπτικισμό, γιατί, κατά τη γνώμη του, «οι περισσότεροι αντισταθμίζουν με αυτόν τον τρόπο την έλλειψη πίστης στον ίδιο τους τον εαυτό». Ο Κρέφελ δεν συμφωνεί ακριβώς. Πρόκειται, λέει, για την αλήθεια κάποιου που ασκεί εξουσία αλλά και που την καταχράται. Στον αντίποδα της συμπεριφοράς αυτής, ο δημιουργός του αυτοπροσδιορίζεται και ως χριστιανός, πηγαίνει στην εκκλησία, πιστεύει ότι τα συστήματα ηθικών πεποιθήσεων βοηθάνε τους ανθρώπους να γίνουν καλύτεροι, αυτό όμως που τον ενοχλεί είναι όσοι εκμεταλλεύονται την πίστη των άλλων προς ίδιον όφελος. Μιλάει άραγε και για τον θρησκευτικό φανατισμό που οδηγεί σε ακραίες ενέργειες; «Νομίζω ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε την τρομοκρατία περισσότερο σαν κοινωνικό, παρά σαν θρησκευτικό φαινόμενο» αποκρίνεται ο Κρέφελ. Οφείλεται μήπως η αυξημένη δημοτικότητα του αστυνομικού μυθιστορήματος στην ικανότητά του να θίγει και τέτοια θέματα; «Αυτό που μπορεί να κάνει καλά είναι να δραματοποιεί καθημερινά, κοινωνικά και όχι μόνο προβλήματα, βάζοντας σε κίνηση τη σκέψη των αναγνωστών» λέει ο Δανός. «Δεν μου αρέσει να δίνω απαντήσεις. Προτιμώ να ρωτάω, πώς γίνεται λ.χ. το 2018 να υπάρχει τράφικινγκ σε πολιτισμένες χώρες. Είναι και μία από τις διαφορές του σκανδιναβικού και του αμερικανικού αστυνομικού μυθιστορήματος. Το πρώτο έχει πολύ περισσότερα από κατά συρροήν δολοφόνους. Εχει αστυνομικούς χωρισμένους, με οικογενειακά προβλήματα».
Κοιμάται σε μια βάρκα
Στην ερώτηση αν το είδος εξελίσσεται ριζικά ή απλώς εφαρμόζει παλιούς κανόνες με νέους τρόπους, ο Κρέφελ παρατηρεί ότι τουλάχιστον όσον αφορά τον ίδιο, στόχος του είναι να ενσωματώνει τα κλισέ, σε ασυνήθιστο όμως περιβάλλον. Ο Τόμας Ράουν είναι ένας ιδιωτικός ερευνητής, που διατηρεί καλές σχέσεις με το αλκοόλ, ζει όμως στη Δανία, επομένως η μοναξιά του αντανακλάται στη συνήθειά του να κοιμάται σε μια βάρκα. Αρέσουν μάλλον κάτι τέτοια στους συμπατριώτες και όχι μόνο αναγνώστες του, εξού και οι περιπέτειές του, με τίτλους όπως «Θλιμμένα αγάλματα» και «Ο αγνοούμενος», έχουν τόση εμπορική επιτυχία. Ο συγγραφέας του δεν έχει, λέει, επηρεαστεί από το μέγεθός της και ως πιο ενδιαφέρον κομμάτι της θεωρεί το γεγονός ότι το κοινό τού στέλνει γράμματα γεμάτα προσμονή ή και έγνοια για τον Ράουν και τους υπόλοιπους χαρακτήρες: «Είμαστε σαν κοινότητα, σαν σέχτα» λέει ο Κρέφελ γελώντας. Η θυμηδία του δεν είναι ασύνδετη με το εκδοτικό τοπίο της χώρας του. «Τα πράγματα βελτιώνονται, αν και προκύπτουν και νέες προκλήσεις» καταλήγει. «Διαδίδονται για παράδειγμα τα ηλεκτρονικά βιβλία και τα audio books. Τα τελευταία, 4-5 χρόνια πριν δεν τα έβλεπες πουθενά και πλέον πολλοί τα ακούν ενώ έχουν βγει για τρέξιμο. Υπάρχουν επίσης αρκετοί νέοι συγγραφείς που αντιμετωπίζονται σαν “καυτά” ονόματα. Κάποιοι εκδότες όμως φοβούνται τα ρίσκα. Αν είσαι ευπώλητος συγγραφέας, τα πράγματα είναι ευκολότερα».

Για την πολιτική
«Η ΕΕ είναι γραφειοκρατική, δεν έχει όμως πολέμους»
Συζητώντας για ευρύτερα πολιτικά ζητήματα της χώρας του, της Δανίας, ο συγγραφέας Μίκαελ Κατς Κρέφελ θα παρατηρήσει καταρχήν ότι ο ευρωσκεπτικισμός των συμπατριωτών του δεν είναι σε όλες τις πτυχές του ισχυρός: «Εξαρτάται για τι πράγμα μιλάμε. Αν π.χ. οι Δανοί κληθούν να ψηφίσουν για το Προσφυγικό, τότε η πλειοψηφία θα στηρίξει τα αυστηρότερα μέτρα, μιας και πιστεύει ότι ήδη έχουμε πολλούς πρόσφυγες, στους οποίους οφείλονται πολλά προβλήματα» θα πει. Οχι πάντως ότι διαβλέπει κάποιον κίνδυνο: «Είμαστε μια μικρή χώρα, πρόθυμη για συνεργασίες και το καλό είναι ότι πάντοτε είχαμε την ικανότητα να επικοινωνούμε με τον έξω κόσμο». Μιλώντας πάντως για μικρές χώρες, γνωρίζει άραγε ότι ένας πρωθυπουργός της Ελλάδας ήθελε κάποτε να την αναβαθμίσει σε «Δανία του Νότου»; Οχι, αν και ελπίζει, λέει αστειευόμενος, ένα τέτοιο ενδεχόμενο να ευνοήσει αμοιβαία και τη χώρα του, παρέχοντάς της λίγο παραπάνω ήλιο. Το ζητούμενο βέβαια εδώ είναι η περίφημη πράσινη ενέργεια, για την οποία η Δανία μπορεί να περηφανεύεται και άρα να βλέπει με καλύτερο μάτι τη γραφειοκρατική μεν, αλλά πρόθυμη για κάτι τέτοια Ευρωπαϊκή Ενωση, σωστά; «Η ΕΕ είναι γραφειοκρατική, δεν έχει όμως πολέμους πια» καταλήγει ο Κρέφελ. «Με τρομάζει που οι Βρετανοί θέλουν να φύγουν. Κι εγώ είμαι σκεπτικιστής, τι θα κάναμε όμως χωρίς την ΕΕ; Θα συνεννοούνταν επιτυχώς τα ανεξάρτητα κράτη; Τουλάχιστον η δεκαετία του ’20 έδειξε ότι δεν είναι εύκολο».

Michael Katz Krefeld
Η σέχτα
Μτφ. Τάνια Σταύρου, Εκδ. Ψυχογιός, 2018, σελ. 416
Τιμή: 16,60 ευρώ