Ο τέταρτος Βενετοτουρκικός Πόλεμος είχε ξεσπάσει το 1570. Οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την Κύπρο και, το φθινόπωρο του 1571, ο στόλος τους έπλεε στο Ιόνιο, κατευθυνόμενος στη Ζάκυνθο, την οποία πολιόρκησε. Οι βομβαρδισμοί κράτησαν είκοσι μέρες, αλλά η επιχείρηση απέτυχε: άρχοντες και ποπολάροι κατάφεραν να αποκρούσουν τους εχθρούς. «Κατά την απελευθέρωσιν από την επίθεσιν των Οθωμανών, ο Βενετός Προβλεπτής Κονταρίνης διέταξε να εορτάσει ο τόπος την νίκην. Μετά πολυτελέστατον γεύμα εις την οικίαν του έλαβε χώραν ζωηρός χορός, στον οποίον μετέσχον και ιερείς. Η διασκέδασις ετελείωσε διά της παραστάσεως των “Περσών” του Αισχύλου». Με αυτή την πληροφορία αρχίζει η ιστορία του θεάτρου στη Ζάκυνθο. Παρήλθαν δύο και πλέον αιώνες στη διάρκεια των οποίων ευγενείς και αστοί ερασιτέχνες ηθοποιοί έδιναν παραστάσεις σε σπίτια, Βενετοί αξιωματικοί ανήγειραν το πρώτο θεατρικό κτίριο στο κάστρο της πόλης που λειτούργησε επί σαράντα χρόνια, ξύλινο θέατρο χτίστηκε στον «Αιγιαλό», οι πρώτοι επαγγελματίες ηθοποιοί έκαναν την εμφάνισή τους, παραστάθηκαν κωμωδίες «ιταλικής κατασκευής», κωμικές όπερες και η “Ερωφίλη”, γράφτηκαν πρωτότυπα θεατρικά έργα, γνωστότερα από τα οποία είναι “Ο Βασιλικός” του Αντωνίου Μάτεσι και “Ο Χάσης” του Δημητρίου Γουζέλη. Μπορεί τα Επτάνησα να πέρασαν από τους Βενετούς στους Γάλλους, στην βρετανική προστασία και, εντέλει, στην ένωση με την Ελλάδα, το θέατρο όμως στη Ζάκυνθο δεν έπαψε να είναι η απόδειξη πολιτιστικής αυτοδυναμίας.

Οι μαρτυρίες
Εκπληξη προκαλεί η ευημερία των αριθμών των οπερατικών εκδηλώσεων από την αυγή του 19ου αιώνα (1806) ώς την αυγή του 20ού: είκοσι Ιταλοί και 18 Ελληνες ιμπρεσάριοι ανέβασαν 101 διαφορετικές όπερες υπό την διεύθυνση 30 Ιταλών (κυρίως) και 3 Ελλήνων αρχιμουσικών, με συμμετοχή 400 και πλέον μονωδών που διέπρεπαν στην Ιταλία, τη Γαλλία, την Αγγλία, τη Γερμανία. Ο αριθμός των νέων παραστάσεων όπερας κυμαινόταν από 5 ώς 10 τον χρόνο, 220 πρεμιέρες συνολικά, δίχως να έχουν υπολογιστεί οι επαναλήψεις, οι οποίες ήταν πολλές για έργα που είχαν ενθουσιάσει το κοινό. Οι υπάρχουσες μαρτυρίες κάνουν λόγο για θυελλώδη χειροκροτήματα, εκστάσεις κυριών μέχρι λιποθυμίας, προσφορές λουλουδιών σε πριμαντόνες κατά τη διάρκεια των παραστάσεων, δημοσιεύσεις υμνητικών σονέτων που γράφονταν στα θεωρεία όταν δεν προσγειώνονταν στη σκηνή, για συνωστισμό στα παρασκήνια προς υποβολή συγχαρητηρίων, για καντάδες από καρδιοχτυπημένους αισθηματίες φιλόμουσους κάτω από τα παράθυρα μιας καλλιτέχνιδας. Αγαπημένοι συνθέτες ήταν ο Βιτσέντζο Μπελίνι (6 έργα), ο Γκαετάνο Ντονιτσέτι (21 έργα), ο Τζοακίνο Ροσίνι (9 έργα), ο Τζουζέπε Βέρντι (13 έργα) και ο Ζακύνθιος Παύλος Καρρέρ (6 έργα). Δεν έλειψαν όπερες των Τσιμαρόζα, Φλότοου, Λεονκαβάλλο, Μασκάνι, Πονκιέλι και πλειάδας άλλων συνθετών που μεσουρανούσαν εκείνα τα χρόνια. Η εικόνα συμπληρώνεται από τραγουδιστές σε δεύτερους και τρίτους οπερατικούς ρόλους, από επαγγελματίες αλλοδαπούς μουσικούς σε ορχήστρες που έφταναν μαζί με τον θίασο, από τεχνικούς και συνοδούς, από υπηρέτριες και μοδίστρες για τις πριμαντόνες, ράφτες και κουρείς για τους άντρες, γιατρούς για κάθε θεραπεία. Αξιοσημείωτο ότι οι πρεμιέρες όπερας λάβαιναν χώρα λίγα χρόνια (τέσσερα ή πέντε) μετά τις πρώτες παραστάσεις στα πασίγνωστα μουσικά κέντρα της Ιταλίας ή του Παρισιού. Και όλα αυτά σε πρόχειρες ή σταθερές θεατρικές υποδομές, όπως τα θέατρα «Απόλλων» και «Φώσκολος».
Θα έλεγε κανείς πως το θέατρο, η όπερα ειδικώς, καθόριζε την κοινωνική ζωή στη Ζάκυνθο. Αμέτρητες οι επιστολές προς τη διοίκηση για την εξασφάλιση μέριμνας υπέρ της μουσικής ζωής του τόπου μέσω συνόλων ερασιτεχνών και της μιας ή της άλλης φιλαρμονικής, άλλες τόσες μεταξύ λογίων προς υποστήριξη της μιας ή της άλλης «εξόχου» πριμαντόντας και υπέρ δεξιοτεχνών, αμέτρητες καταγγελίες εις βάρος θεατρώνων που χρεοκοπούσαν επίτηδες. Συχνά ήταν τα σκάνδαλα οικονομικής και αισθηματικής φύσης, μέγας ο αντίκτυπος εν έτει 1858 από την ρίψη ψόφιου ποντικού επί σκηνής «εις την στιγμήν όπου ετραγουδούσε η πρώτη γυνή θυγάτηρ του κυρίου Κωνσταντίνου Γιατρά». Ο Κύριος Μοίραρχος που συνέταξε την σχετική αναφορά με αποδέκτες τον «Εκλαμπρότατον Επαρχον, το Εντιμον Δημοτικόν Συμβούλιον, την Εγχώριον Κυβέρνησιν και την Επιτροπήν του Θεάτρου» υπογραμμίζει τις μαρτυρίες ευυπόληπτων θεατών ότι το ψόφιο ποντίκι εκτοξεύτηκε από συγκεκριμένο θεωρείο, άγνωστο όμως ποιος ήταν εκείνος που «τον έριψεν εις την μουσικήν», ενώ ο θεατρώνης «έκρινε καθήκον του να κοινοποίησει πως ο ποντικός ερρίφθη ως γατσούλι» (γατάκι). Οργανωμένο «κάζο» στην περίπτωση βαρύκοου γέροντα ταχυδακτυλουργού, όπου το κοινό παρίστανε πως χειροκροτούσε, ο καλλιτέχνης δεν κατάφερνε να συνεχίσει το πρόγραμμά του, καθώς «εχαιρέτα διαρκώς και υπεκλίνετο εδαφιαίως». Οι μουσικοί «ηγέρθησαν τότε και αυτοί και έφερον τα όργανα εις τα χείλη των, αλλά χωρίς ήχους». Η παράσταση έληξε με τους θεατές όρθιους και σιωπηλούς «τιμής ένεκεν!» Το πανδαιμόνιο άρχισε με το πέσιμο της αυλαίας, ο βαρύκοος δεν είχε γνωρίσει ποτέ τέτοια τιμή!

Ασετυλίνη
Αυτά είναι τα ελάχιστα που αντλήθηκαν από το δίτομο 980 σελίδων (και δύο χιλιάδων υποσημειώσεων) έργο του Διονύση Μουσμούτη για το θέατρο στη Ζάκυνθο από τις απαρχές του λίγο πριν από τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) και με κάθε λεπτομέρεια ανά έτος ώς τις 19 Δεκεμβρίου 1900 όπου δόθηκε συναυλία υπέρ του Πτωχοκομείου από τη Φιλαρμονική, πέντε μήνες μετά την πρώτη εμφάνιση του κινηματογράφου στο νησί. Υπό τύπον επιδείξεως είχε οργανωθεί εσπερίδα για το γεγονός. Αγγελία στην εφημερίδα “Θάρρος” ανακοίνωνε «το θαύμα του αιώνος», που θα αναπαριστούσε ζωντανές εικόνες της Παγκοσμίου Εκθεσης στο Παρίσι «υπό το άπλετον και λαμπρόν φως της ασετυλίνης».

Η σημασία
Πληρότητα, γλαφυρότητα, ποιότητα, πρόκληση
Κατά κανόνα, ένα έργο αποθησαύρισης, παρουσίασης, τεκμηρίωσης και επιβεβαίωσης δεδομένων από δημόσια και ιδιωτικά αρχεία, από ημερολόγια, έντυπα και εφημερίδες της Ελλάδας και της Ευρώπης, προς ανάπτυξη και υποστήριξη ενός θέματος εκτεινόμενου σε μία εκατονταετία, δίχως στο μεταξύ να έχει υπάρξει προγενέστερη στοιχειώδης επάρκεια πρωτογενών δεδομένων, είναι το αποτέλεσμα συντονισμού ομάδας εργασίας, σοβαρής επένδυσης σε μετακινήσεις και επισκέψεις σε βιβλιοθήκες, δαπάνης για την απόκτηση και συντήρηση αποδεικτικού υλικού, συστηματικής και συνεχούς εργασίας επί πολλά έτη. Στην προκειμένη περίπτωση, η ομάδα εργασίας ήταν ο Διονύσης Μουσμούτης και ο εαυτός του. Η αξία του δίτομου παραδοτέου έργου είναι η πληρότητα της έρευνας, η γλαφυρότητα της αφήγησης, η εξαιρετική ποιότητα της έκδοσης από νέο εκδοτικό οίκο της Ζακύνθου, η πρόκληση για περαιτέρω ανάλυση των καταγεγραμμένων πληροφοριών και η αποσαφήνιση ιστορικών εκκρεμοτήτων.

Διονύσης Ν. Μουσμούτης
Το θέατρο

στη Ζάκυνθο τον 19ο αιώνα

Μουσική ζωή και λαϊκά θεάματα

Εκδ. Πλέσσας, 2018, σελ. 1.002 (δύο τόμοι)
Τιμή: 33 ευρώ