Πριν βγούμε στους δρόμους με τις γροθιές υψωμένες κραυγάζοντας από υπερηφάνεια για την επίδοση του ΑΕΠ του α’ τριμήνου, ας δώσουμε πέντε λεπτά χρόνο σε μια δεύτερη ανάγνωση των δεδομένων του δελτίου που έδωσε στη δημοσιότητα η Εθνική Στατιστική Αρχή. Ας ξεκινήσουμε με την επικεφαλίδα: Αύξηση 2,4% παρουσίασε το ΑΕΠ στο α’ τρίμηνο της χρονιάς με βάση τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία. Αυτή ήταν η πέμπτη συνεχόμενη τριμηνιαία αύξηση που καταγράφεται και δείχνει την εδραίωση μιας θετικής τάσης, η οποία στο ξεκίνημα της χρονιάς στηρίχθηκε πολύ στις εξαγωγές, οι οποίες σε απόλυτα νούμερα φαίνεται να έχουν αυξηθεί κατά 1,1 δισ. ευρώ ή 9,5% σε σχέση με πέρυσι. Η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας φαίνεται να αποκτά ισχυρότερη δυναμική, οι εταιρείες γίνονται πιο εξωστρεφείς παρά τη δυσκολία που έχει το ευρώ ως εξαγωγικό νόμισμα βάσης. Βέβαια σε αυτή την προσπάθεια σημαντικό ρόλο έχει παίξει η διύλιση, καθώς οι δύο εταιρείες έπιασαν ιστορικά ρεκόρ διυλισμένου όγκου και εξαγωγικής δραστηριότητας. Με βάση τα όσα είδαμε στους δύο ισολογισμούς, το προϊόν των εξαγωγών των δύο εταιρειών αντιστοιχεί στο 30% της αύξησης που έχει καταγραφεί στο τρίμηνο. Στον ίδιο πίνακα με τα αναλυτικά στοιχεία φαίνεται ότι οι εισαγωγές είναι μειωμένες κατά 2,7%, κλείνοντας σημαντικά πλέον την ψαλίδα του εμπορικού ισοζυγίου. Και εδώ κάπου εξαντλούνται τα καλά νέα.
Ιδιαιτέρως ανησυχητική είναι η εικόνα της κατανάλωσης. Η συρρίκνωση κατά 0,3% σε μια κατά τα άλλα περίοδο αύξησης του ΑΕΠ δείχνει κόπωση, ίσως και μια έλλειψη φρέσκων πόρων για να ενισχυθεί η ζήτηση. Η εξήγηση του φαινομένου βρίσκεται λίγες γραμμές πιο πάνω: οι φόροι επί των προϊόντων είναι αυξημένοι κατά 500 εκατ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι ή 4% σε ποσοστιαία βάση. Ο ωφέλιμος χώρος της αύξησης του εισοδήματος δεν κεφαλαιοποιήθηκε στην αύξηση της ζήτησης αλλά στην είσπραξη υψηλότερων φόρων. Τέλος, οι επενδύσεις, βασικό συστατικό της βιώσιμης και επαναλαμβανόμενης ανάπτυξης, ήταν αρνητικές κατά 12%, περίπου 800 εκατ. ευρώ λιγότερα από πέρυσι. Με τις εγχώριες τράπεζες αυστηρά προσηλωμένες στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων εκθέσεων και την εντατική προσπάθεια εποπτικής συμμόρφωσης των δεικτών τους (IFRS9, τεστ αντοχής), ήταν αδύνατο να χρηματοδοτηθεί η οικονομία, έστω και στον μικρό βαθμό που θα επέτρεπε η χορήγηση κάποιων επιχειρηματικών δανείων.
Ωστόσο, η συνέχεια δεν ακούγεται ευκολότερη: παρά την ασφαλή διέλευση από τα τεστ αντοχής, οι ελληνικές τράπεζες έχουν άλλα 9 δισ. ευρώ να αποπληρώσουν στον Εκτακτο Μηχανισμό Αντλησης Ρευστότητας, καθώς και να επιτύχουν μείωση 14,2 δισ. ευρώ στις μη εξυπηρετούμενες εκθέσεις των ισολογισμών τους. Τουτέστιν, οι τράπεζες θα εξακολουθήσουν να παραμένουν στο περιθώριο της χρηματοδότησης της οικονομίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη συνεισφορά τους στο θέμα των επενδύσεων. Επομένως για άλλη μία χρονιά ο τουρισμός καλείται να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά και να φέρει τα νούμερα της οικονομίας στο εύρος των προβλέψεων (1,8%-2,4%), που ήδη έχουν αναθεωρηθεί δυσμενώς δύο φορές. Αν δεν αλλάξει το μείγμα πολιτικών, η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει μια παγκόσμια πρωτοτυπία, όπου το ΑΕΠ θα αυξάνεται, η κατανάλωση θα μειώνεται και η ανεργία θα παραμένει σταθερή ή θα επηρεάζεται από εποχικότητα. Κοινός παρονομαστής αυτής της μη υγιούς κατάστασης είναι οι φόροι. Και εδώ ίσως να βρίσκει την πιο πιστή της εφαρμογή η ρήση «όπου ευημερούν οι αριθμοί, δυστυχούν οι άνθρωποι».
* Ο Μάνος Χατζηδάκης είναι υπεύθυνος Τμήματος Ανάλυσης της Beta Χρηματιστηριακή ΑΕΠΕΥ