Εάν το βιβλίο που διαβάζεις δεν τραβάει –«δεν είχες τίποτα να πεις, κύριε, γιατί ηνόχλησες τις λέξεις;» όπως το θέτει ο μέγας Κώστας Μόντης –απλώς το κλείνεις και το αξιοποιείς σφηνώνοντάς το κάτω από το χωλό πόδι του τραπεζιού. Και είσαι προσεκτικότερος κατά την επόμενη βόλτα σου στα βιβλιοπωλεία.
Αμα η ταινία στο σινεμά βρίθει από γρίφους και σιωπές, άμα ο δημιουργός της βαυκαλίζεται ότι συνομιλεί με τον Ταρκόφσκι, με τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο, εκμεταλλεύεσαι εσύ το σκοτάδι και το σκας αλαφροπάτητος.
Εάν το πιάτο που έχεις παραγγείλει στο εστιατόριο είναι μάπα –κι ας το αποκαλούν στον κατάλογο «εαρινή πανδαισία» κι ας ισχυρίζονται ότι βασίστηκαν σε μεσαιωνική βενετσιάνικη συνταγή –το επιστρέφεις ευθαρσώς στον σερβιτόρο. Ούτε το πορτοφόλι ούτε η ηλικία ούτε το στομάχι σου ανέχονται τη μες στα μούτρα κοροϊδία.
Εάν όμως η θεατρική παράσταση που βλέπεις δεν βλέπεται; Από πού βρίσκεις το κουράγιο να σηκωθείς και να φύγεις από τη μισοφωτισμένη αίθουσα, εισπράττοντας τα βλέμματα των υπόλοιπων θεατών –βλέμματα ζήλειας, η οποία προσποιείται την αποδοκιμασία; Δεν το βρίσκεις. Ακόμα και αν το πνεύμα σου είναι πρόθυμο, η σάρκα αποδεικνύεται ασθενής. Το σώμα σου αρνείται να περάσει εμπρός απ’ τη σκηνή, να προσβάλει έμπρακτα τους ηθοποιούς. Κάνεις μια απόπειρα να σηκωθείς από τη θέση σου, οι παλάμες σου ιδρώνουν, τα πόδια σου τρέμουν. Ξαναπέφτεις πίσω. Είσαι παγιδευμένος. Οπως ο βιβλικός Ιωνάς μέσα στην κοιλιά της φάλαινας.
Στην Αθήνα ανεβαίνουν χίλιες σχεδόν παραστάσεις τη σεζόν. Η κρίση έχει βαρέσει στο δόξα πατρί τους ανθρώπους του θεάτρου, όπως και κάθε άλλη επαγγελματική κατηγορία πλην των λαμόγιων και των κομματόσκυλων. Εκείνοι ωστόσο είναι πρωτίστως καλλιτέχνες, εννοούν –παναπεί –να υπηρετούν το όραμά τους βρέξει – χιονίσει. Πανί με πανί. Σε παγωμένες, πνιγηρές, κάθυγρες αίθουσες, ενώπιον ελαχίστων θεατών. Ή –τρισχειρότερα –υπό τις διαταγές κάποιου αφεντικού που επειδή ρίχνει λεφτά, μετέρχεται και τα πιο φτηνά κόλπα για να τα πάρει πίσω. Με κέρδος.
Μη με παρεξηγήσετε. Κάθε μήνα, κάθε εβδομάδα ίσως, συμβαίνουν αξιοπρόσεκτα –εξαίσια ενίοτε –πράγματα στο θέατρό μας. Μια καινούργια γενιά δημιουργών έχει εισβάλει για να το μπολιάσει με φρέσκια έμπνευση, αντίληψη, αισθητική. Οι τριαντάρηδες αρθρώνουν επιτέλους τον δικό τους λόγο, αναμετρώνται με τα προσωπικά τους όνειρα κι εφιάλτες, επινοούν ξανά τον κόσμο επί σκηνής. Αντάμα ουκ ολίγες παλιές καραβάνες, που τις θαυμάζουμε σε κόντρα ρόλους, σε απροσδόκητες επιλογές. Ολους αυτούς ανταγωνίζονται αθέμιτα οι φάλαινες.
Τι είναι οι φάλαινες του θεάτρου;
Βαρύγδουπα πλάσματα που το έχουν βάλει πείσμα να υπάρχουν και να δείχνονται, καταλαμβάνοντας ζωτικό χώρο. Αυτουργοί πληκτικών, μακρόσυρτων παραστάσεων. Παραιτημένες λόγω έλλειψης ταλέντου από τον πρωταρχικό σκοπό της τέχνης που είναι να προκαλεί γνήσια συγκίνηση, να σε τραντάζει από λυγμούς ή από γέλια, να σου ξανασυστήνει τη ζωή, οι φάλαινες καμουφλάρουν την αμηχανία τους με πομπώδη πασαλείμματα.
Διαλέγουν αίφνης ένα αριστούργημα του κλασικού ρεπερτορίου και του αλλάζουν ανενδοίαστα τα φώτα, δήθεν εκμοντερνίζοντας ή μεταμοντερνίζοντάς το. Ξεπατικώνουν ευρήματα που έχουν δει στο εξωτερικό. Απεγνωσμένα επιδιώκουν να γαργαλήσουν το κοινό, να του κινήσουν έστω την ηδονοβλεπτική του περιέργεια. Δεν θα ορρωδούσε μια φάλαινα του θεάτρου να εμφανίσει την Ιουλιέτα πρεζόνι και τον Ρωμαίο μπαχαλάκη. Το πνεύμα του Σαίξπηρ; Ποιανού Σαίξπηρ;
Βρίσκεσαι ένα βράδυ εγκλωβισμένος στην κοιλιά μιας τέτοιας φάλαινας. Στο σανίδι συμβαίνουν τέρατα, ακούς τα κόκαλα του συγγραφέα να τρίζουν. Κατά την πρώτη ώρα, η φρίκη σου απαιτεί να εκφραστεί, κρατιέσαι για να μη βάλεις τις φωνές, θυμάσαι ότι τα παλιά τα χρόνια οι θεατές εκτόξευαν μαξιλάρια στη σκηνή, μαξιλάρωναν τις πολύ κακές παραστάσεις. Το σαβουάρ βιβρ των ημερών μας επιβάλλει –φευ –στωικότητα.
Κοιτάζεις το ρολόι σου, έχουν περάσει εξήντα πέντε μόλις λεπτά, απομένουν άλλα εβδομήντα πέντε χωρίς διάλειμμα, για να μη χαθεί –λέει –ο ρυθμός του έργου. Οι ηθοποιοί αγωνιούν επί σκηνής να βγάλουν απ’ τη μύγα ξίγκι, να σώσουν τα άσωστα, εσύ όμως δεν αντέχεις να παρακολουθήσεις άλλο. Βυθίζεσαι στο κάθισμα και στον εαυτό σου. Χαζεύεις το ταβάνι του θεάτρου, τη φαλάκρα του μπροστινού σου, σκέφτεσαι τις δουλειές της επομένης, φτιάχνεις νοερό κατάλογο με τα ψώνια του σουπερμάρκετ, «ζαμπόν να προτιμήσω ή γαλοπούλα;» αναρωτιέσαι, το δίλημμα σε νανουρίζει γλυκά… Ξυπνάς στο χειροκρότημα κι απ’ τη χαρά σου που θα βγεις στον καθαρό αέρα, χειροκροτάς κι εσύ.
Το έσκασα κυριολεκτικά, μην τυχόν πέσω πάνω στον φίλο μου ο οποίος πρωταγωνιστούσε στο εξάμβλωμα, τι θα του έλεγα;
Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια. Διασταυρωθήκαμε τρεις μέρες αργότερα στην οδό Σταδίου. «Πώς σου φάνηκε;» με άρπαξε από το μπράτσο. «Ηταν η συγκλονιστικότερη παράσταση της ζωής μου!» πρόσθεσε πριν του απαντήσω. «Το ίδιο απόγευμα κηδεύτηκε η μάνα μου…» «Πέθανε η μάνα σου; Πήγες κι ήρθες στη Ρόδο;» «Δεν ήμουν στην κηδεία. Ούτε η ίδια θα ήθελε να λείψω από την παράσταση. Την τίμησα παίζοντας».
Μου έπεσε το σαγόνι. Ο φίλος μου υπηρετούσε σε έναν άρτζι μπούρτζι στρατό, υπό τις διαταγές μιας φάλαινας, η οποία εκμεταλλευόταν στυγνά κι εκείνους κι εμάς, τους θεατές. Πίστευε όμως μέσα από τα φυλλοκάρδια του ότι ο πόλεμος που έδινε ήταν ιερός. Τον έσφιξα στην αγκαλιά μου. «Είσαι πολύ γενναίος!» του ψιθύρισα. Και το εννοούσα.