Οτι η κυβέρνηση μας δουλεύει είναι επισήμως γνωστό σε όλους (εν τάχει ας επαναληφθούν τα πιο μεγάλα, επώδυνα και αδιάψευστα: «σκίσιμο» Μνημονίων, δημοψήφισμα από «όχι» σε «ναι», φόροι δήθεν «μικροί», κράτος που… εκσυγχρονίζεται, δημοκρατία που… λειτουργεί, εγκληματικότητα που… δεν υπάρχει κ.ο.κ.). Εκείνο που δεν είναι «επισήμως» γνωστό είναι το για πόσο ακόμα θα μπορεί να μας δουλεύει. Εξαρτάται από το αν οι δανειστές, με τη σειρά τους, δουλεύουν και εκείνοι την κυβέρνηση. Αλλά την απάντηση τη βλέπουμε εμπράκτως: οι δανειστές, ιδίως μεταξύ αυτών η γερμανική κυβέρνηση, λατρεύουν τη δική μας, του Τσίπρα και του Καμμένου. Δεν την αλλάζουν με τίποτα. Γιατί; Επειδή τα κάνει όλα και συμφέρει: ούτε διαμαρτυρίες, ούτε αντίσταση στο παραμικρό και, κυρίως, πλήρης και επιτυχής αδρανοποίηση των αντιδράσεων της κοινωνίας. Δεν αρκούν;
Αφού πρώτα αυτό ίσχυσε με τα δημοσιονομικά, τα εργασιακά, τα ασφαλιστικά και όλα τα συναφή που άπτονται άμεσα των επιπτώσεων της πτώχευσης, τώρα επεκτείνεται και σε εντελώς άσχετα θέματα, όπως το Σκοπιανό, όπου και πάλι η κυβέρνηση ακολουθεί την ίδια τακτική παρά την οξύτατη αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας: ό,τι τους πουν. Γιατί; Επειδή έτσι πιστεύουν ότι θα τους αφήσουν ήσυχους, χωρίς κρίσεις, μέχρι το τέλος της θητείας τους και, κυρίως, ότι θα τους επιτρέψουν, όπως ήδη κάνουν, να επιστρέψουν σε εκτεταμένες μορφές παροχολογίας μπροστά στην οποία οι δανειστές κάνουν συστηματικά τον βλάκα. Η επιμονή της κυβέρνησης στο Σκοπιανό, παρά το γεγονός ότι είναι ικανό να τη βλάψει όσο τίποτε άλλο μέχρι σήμερα στην πτωχευμένη Ελλάδα, το μόνο που πιστοποιεί είναι ότι θεωρεί δεδομένο πως οι δανειστές θα της εξασφαλίσουν τον μακρότερο χρόνο και τις ευνοϊκότερες δυνατές συνθήκες καθόδου στις κάλπες στην πορεία προς τις εκλογές. Αυτός είναι ο οδικός χάρτης και δεν κάνουν ούτε καν προσπάθεια να τον κρύψουν: όλα αυτά γίνονται και ομολογούνται εκατέρωθεν ρητά μπροστά στα μάτια μας.
Βεβαίως, το να βάζεις στην ίδια ζυγαριά τα κομματικά – πολιτικά οφέλη από τους ξένους στο εσωτερικό με μείζονες αποφάσεις εθνικού χαρακτήρα στην εξωτερική πολιτική, έχει όνομα, υπάρχει όρος που το περιγράφει: δεν χρειάζεται να αναφερθεί, γιατί η λέξη είναι βαριά και το θυμικό δεν πρέπει να εξάπτεται τέτοιες ώρες. Αλλά τον όρο τον ξέρουμε όλοι. Ομως μετά υπάρχει και το ρητό που έρχεται ως επόμενη, φυσική συνέπεια: πολλοί το αγάπησαν, αλλά εκείνον που το έπραξε, κανείς. Στην κινούμενη άμμο που είναι η σημερινή Ελλάδα, το ρητό, ως προς τους δανειστές, δεν επιβεβαιώνεται για τους παραπάνω λόγους: η κυβέρνηση έχει ακόμα και άλλα πολλά να τους δώσει. Είναι συνεπώς απολύτως λογικό ότι αυτή η αγάπη δεν τελειώνει εδώ και πως το ρητό δεν τους αφορά.
Το ρητό ισχύει όμως για εμάς που ψηφίζουμε. Οι δανειστές δεν ψηφίζουν. Αλλά μπορούν να κάνουν πολλά, περίπου τα πάντα, για το σε ποιες συνθήκες και σε ποιο χρόνο θα ψηφίσουμε εμείς. Και αυτή ακριβώς είναι η φαουστική ανταλλαγή των Τσίπρα – Καμμένου μαζί τους.