Το νομοσχέδιο με τον βαρύγδουπο τίτλο «Κλεισθένης» επιβεβαίωσε αυτό που ήταν εδώ και πολύ καιρό φανερό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Αυτή η κυβέρνηση δεν έχει ούτε άποψη ούτε συγκροτημένο σχέδιο για την αντιμετώπιση του μεγάλου ασθενούς, δηλαδή του ελληνικού κράτους. Ετσι, αντί να επεξεργαστεί μια ολοκληρωμένη μεταρρυθμιστική πρόταση για την καθιέρωση επιτελικών υπουργείων –με μόνες αρμοδιότητες τον σχεδιασμό, τη νομοθετική πρωτοβουλία και την παρακολούθηση και με ταυτόχρονη γενναία αποκέντρωση, καθ’ ύλην ή κατά τόπον, των υπολοίπων –το μόνο που την ενδιαφέρει στην παρούσα συγκυρία είναι αφενός κάποιες αποσπασματικές διευθετήσεις (συνήθως βάσει έξωθεν «οδηγιών») αφετέρου η ευκαιριακή και συχνά κυνική υπηρέτηση μικροκομματικών σκοπιμοτήτων.
Το αποκορύφωμα είναι η πρόταση για «απλή αναλογική» στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, που είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει, τόσο αυτή καθαυτήν όσο και λόγω της κάκιστης νομοτεχνικής της επεξεργασίας, στην παράλυσή του θεσμού, και μάλιστα σε μια περίοδο που καλείται να διαδραματίσει ενεργότερο πολιτικοδιοικητικό ρόλο.
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε σχετική συζήτηση είναι έγκλημα καθοσιώσεως, όπως περίπου υποστηρίζει ο (μακράν χειρότερος στη σύγχρονη ιστορία της) πρόεδρος της ΚΕΔΕ. Αλλο να υποστηρίζει κανείς το ισχύον σύστημα (το οποίο έχει τα πλεονεκτήματά του) και άλλο να αρνείται πεισματικά έναν ευρύτερο διάλογο με εναλλακτικές προτάσεις.
Μια τέτοια πρόταση καταθέτω σήμερα στο τραπέζι του διαλόγου, προσπαθώντας να συμβάλω στην αναζήτηση εποικοδομητικών συναινέσεων προς δύο κατευθύνσεις: αφενός τον συνδυασμό της συνταγματικής αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου με την αναγκαία «κυβερνησιμότητα», αφετέρου την επιτακτική κατά την άποψή μου αναδιάρθρωση του πολιτικοδιοικητικού συστήματος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Η πρόταση αυτή (την οποία είχα υποστηρίξει παλαιότερα στο Ινστιτούτο Τοπικής Αυτοδιοίκησης) εκκινεί από τον διαχωρισμό του πολιτικού προσωπικού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε «εκτελεστικό» (περιφερειάρχες/ αντιπεριφερειάρχες – δήμαρχοι/ αντιδήμαρχοι) και «βουλευτικό» (περιφερειακοί/ δημοτικοί σύμβουλοι). Ειδικότερα:
Α. Το «εκτελεστικό» θα εκλέγεται με ενιαία λίστα, εφόσον αυτή συγκεντρώσει, στον πρώτο ή τον δεύτερο γύρο, την απόλυτη πλειοψηφία (50% συν 1). Ο αριθμός των περιλαμβανομένων στη λίστα στις μεν περιφέρειες θα είναι διπλάσιος των προβλεπόμενων θεματικών αντιπεριφερειαρχών (με παράλληλη αύξησή τους στις δύο μεγάλες περιφέρειες, Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας) στους δε δήμους διπλάσιος των προβλεπόμενων αντιδημάρχων, ώστε να υπάρχει ευχέρεια κατάρτισης της Εκτελεστικής Επιτροπής (από τον περιφερειάρχη ή τον δήμαρχο) με κάποια ευελιξία, τόσο ως προς τα κριτήρια επιλογής όσο και ως προς τον χρόνο άσκησης της εξουσίας των επιλεγομένων.
Ολοι οι εκλεγόμενοι με τη λίστα, πλην περιφερειαρχών, χωρικών αντιπεριφερειαρχών και δημάρχων, θα είναι μέλη του αντίστοιχου (Περιφερειακού/ Δημοτικού) Συμβουλίου.
Β. Το «βουλευτικό» στις περιφερειακές εκλογές και στις εκλογές των μεγάλων δήμων (πάνω από 50.000 εκλογείς) θα εκλέγεται με απλή αναλογική και σταυρό προτίμησης, κατά περιφερειακή ή δημοτική ενότητα. Αναγκαίο κρίνεται, επίσης, ένα εκλογικό κατώφλι, ανάλογο με αυτό των βουλευτικών εκλογών (3%), προκειμένου να αποφευχθεί ο κατακερματισμός των δυνάμεων.
Αντίθετα, στους υπόλοιπους δήμους θα μπορούσε να υιοθετηθεί ενιαία λίστα υποψηφίων, με ελεύθερη σταυροδοσία. Δίπλα από το όνομα καθενός υποψηφίου θα υπάρχει σε παρένθεση ο συνδυασμός στον οποίο ανήκει, ενώ μπορούν να κατέρχονται και ανεξάρτητοι. Οι έδρες θα κατανέμονται και πάλι με απλή αναλογική, τόσο στους συνδυασμούς όσο και στους ανεξάρτητους, ανάλογα με τη δύναμή τους (την πρώτη Κυριακή).
Τα πλεονεκτήματα του προτεινόμενου συστήματος είναι τα ακόλουθα:
Εν πρώτοις επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό η «κυβερνησιμότητα» της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας Αυτοδιοίκησης, χωρίς υπέρμετρη σχετικοποίηση της ισοδυναμίας της ψήφου –δεδομένου ότι οι εκλεγόμενοι με λίστα αποτελούν ένα λελογισμένο bonus για τη διαμόρφωση πλειοψηφίας –αλλά και με βάση ευρύτερα λειτουργικά κριτήρια. Στην πραγματικότητα, με τον προτεινόμενο τρόπο εκλογής το (Περιφερειακό/ Δημοτικό) Συμβούλιο μετατρέπεται σε ένα σύνθετο «βουλευόμενο» όργανο, το οποίο ασκεί, ως σύνολο, μόνο προγραμματικές, αποφασιστικές και κανονιστικές αρμοδιότητες, ενώ κατά τα άλλα οι μεν εκλεγόμενοι με λίστα θα ασκούν –πλην των εν δυνάμει αναπληρωματικών –εκτελεστικές αρμοδιότητες οι δε εκλεγόμενοι με σταυρό θα ασκούν ελεγκτικές αρμοδιότητες.
Το δεύτερο πλεονέκτημα είναι η μετατόπιση του κέντρου βάρους του αυτοδιοικητικού συστήματος από το πρόσωπο του επικεφαλής σε μια νέα μορφή συνδυασμού, ο οποίος θα κατέρχεται πλέον στις εκλογές με συγκεκριμένη και εκ των προτέρων γνωστή πρόταση τόσο σε επίπεδο προγράμματος όσο και σε επίπεδο στελεχών που θα κληθούν να το εφαρμόσουν (χωρίς να προϋποτίθεται η εκλογή τους με σταυρό, ο οποίος, ως γνωστόν, συχνά λειτουργεί αποτρεπτικά για την συμμετοχή στις εκλογές).
Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά αφενός η παρατηρούμενη συχνά έλλειψη Συμβούλων με πολιτικοδιοικητικές ικανότητες –ιδίως λόγω της πρυτάνευσης κριτηρίων απλής αναγνωρισιμότητας ή επαγγελματικής δημοφιλίας –αφετέρου το σύνηθες άλλοθι που προβάλλουν οι επικεφαλής των συνδυασμών, προκειμένου να δικαιολογήσουν διάσταση λόγων και έργων. Επιπλέον, τα πρόσωπα που θα προορίζονται για να καταλάβουν κρίσιμες πολιτικοδιοικητικές θέσεις θα είναι και λιγότερο εκτεθειμένα τόσο στην άκριτη υποσχεσιολογία όσο και –ιδίως –στην τοπική διαπλοκή.
Παράλληλα, ένας τέτοιος συνδυασμός θα αποτελεί φυτώριο αυτοδιοικητικών στελεχών, διότι αφενός θα απαλλάξει τους ενδιαφερομένους από το άγχος του σταυρού, αφετέρου θα προσδώσει μεγαλύτερο πολιτικοδιοικητικό βάρος στον θεσμό της Αυτοδιοίκησης, ο οποίος έως τώρα, παρά τις ολοένα αυξανόμενες αρμοδιότητες, δεν έχει καταφέρει να προσελκύσει στελέχη που να μπορούν να αντεπεξέλθουν πλήρως στις προκλήσεις των καιρών.
Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών