Ας κάνουμε τον παραλληλισμό. Τι θα σήμαινε «καθαρή έξοδος» από την εποχή των Μνημονίων για την Πολιτική και το πολιτικό σύστημα; Ποιο θα ήταν το αισιόδοξο σενάριο για τον ρόλο του πολιτικού συστήματος μετά το τέλος του τρίτου Μνημονίου; Το ερώτημα είναι ρητορικό, κάτι σαν στοχαστικό πείραμα, αφού στην ίδια την Οικονομία η «καθαρή έξοδος» έχει ήδη απομυθοποιηθεί ως προπαγανδιστικό αφήγημα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Αν έχει κάποια αξία το ερώτημα είναι για να θυμίσει ότι οι εκτιμήσεις για τις δυσκολίες του δανεισμού σε μια περίοδο μεσοπρόθεσμης αστάθειας των αγορών όπως αυτή που προμηνύεται, έχουν μια πολιτική αφετηρία. Η κρίση της Ελλάδας ήταν κατεξοχήν πολιτική, και η προοπτική μετά το τέλος του προγράμματος μπορεί να σκοτεινιάσει εξαιτίας πάλι του πολιτικού παιχνιδιού.
Τι θα ήταν λοιπόν «καθαρή έξοδος» από την εποχή της χρεοκοπίας για την Πολιτική; Το ιδανικό θα ήταν μια νέα Μεταπολίτευση. Μια εξυγιαντική τομή στην πολιτική εξέλιξη της χώρας που στις σημερινές συνθήκες θα επέτρεπε την αναπτυξιακή εκτίναξη. Και μόνο η διατύπωση δείχνει πόσο μακριά είμαστε από το ιστορικό προηγούμενο του 1974. Σε αντίθεση με τη δικτατορία, η χρεοκοπία της χώρας δεν λειτούργησε σαν ενοποιητικό πολιτικοκοινωνικό βίωμα. Δεν παρήγαγε στοιχειώδη εθνική αλληλεγγύη, αλλά τροφοδότησε έναν νέο διχασμό στα όρια του εμφυλίου. Η κοινωνία βολεύτηκε σε μια στρεβλή ανάγνωση της κρίσης που της προσέφερε ο αντιμνημονιακός εθνικολαϊκισμός αριστερής και ακροδεξιάς κοπής, και επιβράβευσε τους δημαγωγούς.
Ετσι, το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας της χρεοκοπίας και των Μνημονίων αποτέλεσε αυτόνομο παράγοντα της κρίσης. Την επιδείνωσε διαχέοντάς την από τα πάνω προς τα κάτω. Υπέσκαψε τις κατακτήσεις της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, ενσταλάζοντας τον διχασμό, την καχυποψία και το μίσος ώς τα κύτταρα του κοινωνικού σώματος. Οι φαιδρότητες των αντιμνημονιακών κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΧΑ) για το καταραμένο «παλαιό καθεστώς», μόνο προσωρινά μπορούν να συσκοτίσουν αυτό που ο ιστορικός σε λίγα χρόνια θα καταγράφει ως κοινό τόπο. Το νέο πολιτικό – κομματικό σύστημα ήταν ασύγκριτα χειρότερο από το προηγούμενο. Και αν η χρεοκοπία δεν έφτασε στην ολική καταστροφή, ήταν μεταξύ άλλων γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα υβριδικό μόρφωμα που είχε παιδαγωγηθεί στη μεταπολιτευτική Δημοκρατία πριν κάνει την εθικολαϊκιστική μετάλλαξη. Εξίσου αρνητικό ρόλο έπαιξαν όμως και οι ποικίλες κρατικές και οικονομικοκοινωνικές ηγεσίες, γεγονός που προκάλεσε μια γενικευμένη κρίση εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς.
Πέρα από την υποβάθμιση του «δημοκρατικού κεκτημένου», το σημερινό πολιτικό σύστημα άφησε άλυτο το μείζον πρόβλημα της μεταπολιτευτικής περιόδου. Την αδυναμία να συνδυαστούν δημιουργικά η Δημοκρατία με την Ανάπτυξη. Η μεταπολιτευτική Ελλάδα, κατά τη δεκαετία του 1980 και αργότερα την πενταετία 2004-2009, υπέθαλψε μια στρεβλή σχέση οικονομικής πολιτικής και οργανωμένων κοινωνικών συμφερόντων, με αποτέλεσμα τη δομική τάση προς τη δημοσιονομική κρίση που εξελίχθηκε σε χρεοκοπία το 2009-10. Η κρίση λίγες αλλαγές έφερε επ’ αυτού. Η εσωτερική υποτίμηση ισορρόπησε τα δημόσια οικονομικά επισφαλώς, εις βάρος της ανάπτυξης και των ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων του κράτους, των κοινωνικών υπηρεσιών και της εκπαίδευσης.
Για αυτό το τέλος του τρίτου Μνημονίου γίνεται σε ένα κλίμα στασιμότητας και κοινωνικής αποθάρρυνσης. Υπό μία έννοια, η «κοινωνία» άντεξε μια πρωτοφανή στη σύγχρονη ιστορία των δυτικών χωρών υποβάθμιση του εθνικού εισοδήματος και του επιπέδου διαβίωσης. Αντεξε ακριβώς χάρη στο «απόθεμα» πλούτου, δημοκρατικής σταθερότητας, εκπολιτισμού των κοινωνικών συμπεριφορών που είχε συσσωρεύσει στη μεταπολιτευτική περίοδο, αλλά και χάρη στη συντήρηση των παραδοσιακών σχέσεων. Αντεξε γιατί η «Ευρώπη» εξακολουθεί να έχει μια ιδεολογική – πολιτισμική έλξη και να μη θεωρείται μόνο «εξωτερικός καταναγκασμός». Οι αντοχές όμως αυτές είναι σχετικές. Διαβρώνονται καθημερινά από την παράταση της κρίσης, από τη φθορά των θεσμών, από την αργή καταστροφή των υλικών υποδομών, από την απαξίωση των ποικίλων ηγεσιών, από τη διάχυση της ανομίας και της ανασφάλειας, από τον κυνισμό και τη συνωμοσιολογία που συστηματικά καλλιεργούν τα λεγόμενα social media. Ο αντιμνημονιακός λόγος έχει χάσει τη συνοχή του, στις ρωγμές του μπορεί να αναφανούν νέες αντιλήψεις και δυνατότητες, αλλά η κοινωνία βρίσκεται μακριά από την επίτευξη μιας νέας αυτογνωσίας.
Σε αυτή την ασταθή λοιπόν κοινωνική ισορροπία το πολιτικό – κομματικό σύστημα εξακολουθεί και θα εξακολουθήσει να αποτελεί αυτόνομο παράγοντα πιθανής επιδείνωσης, παρά υγιούς εξόδου από την κρίση. Με άλλα λόγια, ο τρόπος άσκησης της Πολιτικής, το ήθος και το ύφος της, εγκλωβίζουν την άμεση προοπτική της χώρας στη στασιμότητα και αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο υποτροπής. Είναι αμφίβολο αν αυτό το πολιτικό – κομματικό σύστημα θα μπορέσει να διαχειριστεί μια νέα διεθνή κρίση στο άμεσο μέλλον. Οι ευθύνες δεν είναι ισομερείς, έχουν όνομα ΣΥΡΙΖΑ, και δεν αφορούν μόνο την καταστροφική βαρουφακιάδα του 2015. Αφορούν πλέον τη λαϊκιστική διαχείριση της διάψευσης της λαϊκιστικής υπόσχεσης που είχε δώσει η αντιμνημονιακή δημαγωγία. Αφορούν δηλαδή τη λαϊκιστική διαχείριση της κωλοτούμπας, η οποία αντί να οδηγεί σε μια ειλικρινή αυτοκριτική και αναθεώρηση, αναπαράγει τον τρόπο άσκησης της Πολιτικής που γέννησε τις «αυταπάτες» και τις απάτες. Στο μέτρο αυτό, διαιωνίζει τον αυτόνομο παθογόνο ρόλο του πολιτικού – κομματικού συστήματος. Είχε συμβεί και στην Ιταλία καλή ώρα. Η κατάρρευση του κομματικού συστήματος της μεταπολεμικής περιόδου στις αρχές της δεκαετίας του 1990, κατέληξε σε ένα προβληματικό νέο σύστημα που παρήγαγε διαδοχικές μορφές λαϊκισμού, από τον μπερλουσκονισμό στον σημερινό γκριλολεγκισμό.
Με αυτή την έννοια, ο τρόπος άσκησης της Πολιτικής, το ύφος και το ήθος της, αποτελεί μείζονα και αυτοτελή διαχωριστική γραμμή μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων στη νέα φάση που έρχεται. Δεν είναι ζήτημα αισθητικό, δεν είναι «περιτύλιγμα», ούτε «εποικοδόμημα». Είναι ουσία, είναι ταξικό πρόσημο, είναι η διαφορά που χωρίζει την πρόοδο από τη συντήρηση. Η απόρριψη της λαϊκιστικής αντίληψης και άσκησης της Πολιτικής αποτελεί κεντρικό άξονα της εθνικής στρατηγικής για την ανάπτυξη και την ανασυγκρότηση, για την εξασφάλιση της καλύτερης δυνατής θέσης της Ελλάδας σε μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων που (στην καλύτερη των περιπτώσεων) μπορεί να προκύψει.
Ειδικά για τη Δημοκρατική Παράταξη, η απόρριψη αυτή είναι θέμα επιβίωσης και ταυτότητας. Δεν έχει τίποτα να κερδίσει από τη λαϊκιστική κατασκευή μιας δήθεν «προοδευτικής παράταξης» ή μιας ευρύτερης λαϊκιστικής «αντιδεξιάς» ή μιας λαϊκιστικής «Κεντροαριστεράς». Ο ιστορικός της ρόλος στη νέα φάση είναι να αμφισβητήσει τον αριστερό και ακροδεξιό λαϊκισμό από θέσεις μεταρρυθμιστικής φιλευρωπαϊκής δύναμης στο ίδιο το πεδίο της λαϊκότητας και της προόδου. Κατά τούτο, θα ανταποκριθεί σε ένα ευρύτερο διεθνιστικό καθήκον, καθώς αυτός ο αγώνας γενικεύεται και θα εκδηλώνεται στον κόσμο, στη «Δύση» και στην Ευρώπη σε μια περίοδο που από πολλές πλέον πλευρές θυμίζει τη δεκαετία του 1920.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου