EΙΚΟΣΙ τρία χρόνια πίσω Απρίλιος 1995. Φάιναλ-φορ στη Σαραγόσα. Ο Παναθηναϊκός ξαναχάνει στον ημιτελικό, από τον Ολυμπιακό (για δεύτερη συνεχόμενη φορά, μετά το Τελ Αβίβ) και μένει εκτός Τελικού. Πίκρα. Θυμάμαι, την άλλη μέρα το πρωί, τη σκηνή. Τον Παύλο Γιαννακόπουλο, να κάθεται στα σκαλιά μπροστά από τη πόρτα του ξενοδοχείου, του Παναθηναϊκού, έχοντας πιάσει με τα δυο χέρια το κεφάλι του. Αν κάποιος ήθελε να ζωγράφισε την αποτυχία , αυτή την εικόνα θα έφτιαχνε. Ήταν ο τρίτος χρόνος,της προσπάθειας, που είχε ξεκινήσει, με το Νίκο Γκάλη, το 1992, που ο Παναθηναϊκός, έμενε με άδεια χέρια. Και ο τελευταίος. Την επόμενη σεζόν, το 1996, στο Παρίσι, ήρθε το πρώτο Ευρωπαϊκό. Η αρχή μιας αυτοκρατορίας.
Ο ΠΑΥΛΟΣ Γιαννακόπουλος, είχε συνδέσει τη ζωή του, με τον Παναθηναϊκό. Γνωστή, η ιστορία, η διαδρομή και η προσφορά του, τα τελευταία 50 χρόνια. Οι τίτλοι, που κατέκτησε ο Παναθηναϊκός επί των ημερών του. Οι παίκτες που φόρεσαν τη φανέλα με το τριφύλλι: Γκάλης, Γιαννάκης, Χριστοδούλου, Πάσπαλιε, Βράνκοβιτς, Ράτζα Ντομινίκ Γουίλκινς, Μποντιρόγκα, Ρέμπρατσα, Γιασικεβίτσιους, Σπανούλης, Διαμαντίδης…
ΔΕΝ ήταν εύκολο. Το αντίθετο μάλιστα. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Για πέντε χρόνια, από το 1992 μέχρι το 1997, ο Παναθηναϊκός κι ο Παύλος, έβλεπαν τη πλάτη του Ολυμπιακού και του Σωκράτη Κόκκαλη. Το πρώτο πράσινο πρωτάθλημα, ήρθε (ύστερα από πέντε σερί ερυθρόλευκα) το 1998. Έχοντας όμως προηγηθεί το Ευρωπαϊκό, το 1996, στο Παρίσι. Κι ίσως αυτό, μην ήταν τυχαίο. Αντιθέτως ήταν σημειολογικό. Ότι ο Παναθηναϊκός του Παύλου Γιαννακόπουλου, πρώτα πήρε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα κι ύστερα το ελληνικό. Για να ακολουθήσουν στη συνέχεια τα επόμενα πέντε.
ΚΙ αυτό ακριβώς, είναι που είχε κάνει τον Παύλο Γιαννακόπουλο, σαν παράγοντα, ξεχωριστό: Ήταν ο πρώτος, που είχε ευρωπαϊκό όραμα. Που δεν του ήταν αρκετό, να είναι ο πρώτος, στο χωριό. Δεν του έφτανε. Ήθελε παραπάνω. Για πολλά χρόνια, μετά την αποχώρηση, του Σωκράτη Κοκκαλη, από τον μπασκετικό Ολυμπιακό, ο Παναθηναϊκός, έπαιζε στη κυριολεξία μόνος του. Θα μπορούσες να παίρνει το πρωτάθλημα και χωρίς προπονητή. Ο Παύλος όμως κράτησε τον ακριβοπληρωμένο Ομπράντοβιτς. Δεν έκανε αυτό που έκανε ο Βαρδινογιαννης με τον Ρότσα κι ο Κόκκαλης με τον Λεμονή. Ενώ στην Ελλάδα δεν υπήρχε αντίπαλος και πανάκριβη ομάδα είχε και κράτησε τον καλύτερο Ευρωπαίο προπονητή. Επειδή, είχε ευρωπαϊκό όραμα. Το όποιο έκανε πραγματικότητα.
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ όμως, έστω και επαγγελματικός, δεν είναι μόνο τα τρόπαια. Ο Παύλος, είχε μία ακόμα, μοναδική ιδιαιτερότητα. Ήταν από τις σπάνιες περιπτώσεις παράγοντα, αν όχι ο μοναδικός, που λατρεύτηκε, από τους οπαδούς της ομάδας του, χωρίς να γίνει μισητός για τους αντιπάλους. Δεν είναι μόνο το «Παύλο Θεέ πάρε τη ΠΑΕ». Είναι, ότι ο Παύλος, δεν έγινε ποτέ σύνθημα, στο στόμα των οπαδών του Ολυμπιακού. Σε έναν χώρο, που δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο, που δεν υπάρχουν ιερά και όσια, ο Παύλος, κατάφερε να περάσει, άθικτος. Να μην εισπράξει το μίσος, από τον αντίπαλο. Ο Παύλος, έγινε αποδεκτός από εχθρούς και φίλους. Σ ένα βαθμό μάλιστα, κατέκτησε και τον σεβασμό. Κόντρες, αντιπαραθέσεις, υπήρξαν πολλές. Ο Παύλος όμως, δεν έχασε ποτέ το μέτρο. Φανατικός αλλά με όρια. Που δεν ξεπέρασε ποτέ. Κι αυτό ήταν ίσως, το μεγαλύτερο παράσημο τού, σαν παράγοντας. Ακόμα μεγαλύτερο, από όλα μαζί τα πρωταθλήματα σε Ελλάδα και Ευρώπη: Η αποδοχή, από τον αντίπαλο.