Είναι ασφαλώς κάτι λιγότερο από πολιτικό θρίλερ. Αλλά δεν συναντάς κάθε μέρα στην πολιτική κάποιον να περιμένει πάνω από το τηλέφωνο για να χτυπήσει –και μάλιστα να χτυπήσει από τον Ζόραν Ζάεφ. Δεν είναι συνήθης αυτή η αίσθηση αγωνίας, η ομολογία της προσμονής, η εξομολόγηση της προσδοκίας. Και μάλλον δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά: η κυβέρνηση άφησε να εννοηθεί ότι το τηλεφώνημα Ζάεφ «είναι ζήτημα ωρών» χωρίς να υπολογίσει ότι αυτές οι ώρες μπορεί να γίνουν ημέρες ή ακόμη και εβδομάδες. Στην ουσία η κυβέρνηση αυτοεγκλωβίστηκε σε αυτήν την προσμονή. Μετατράπηκε άθελά της σε έναν Εστραγκόν που περιμένει τον Γκοντό. Και είναι σαν να περιμένει μια σωτηρία που δεν θα είναι σωτηρία, μια λύση που δεν θα είναι λύση. Γιατί το τηλεφώνημα του Ζάεφ δεν θα είναι παρά η πρώτη ευτυχής σύμπτωση σε μια σειρά από ευτυχείς συμπτώσεις που απαιτούνται για να αρθεί η εκκρεμότητα του ονόματος. Ο Γκοντό που δεν έρχεται δεν είναι το κεντρικό θέμα, αλλά ένα στοιχείο και μόνο της παράστασης. Ενα στοιχείο το οποίο δεν έχει και πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ όση έχει ας πούμε ο Φίλης που, στον ρόλο του Πότζο ή του Λάκι, ζήτησε ψήφο κατά συνείδηση για το όνομα.
Εγκλωβισμένη στον ρόλο του Εστραγκόν, η κυβέρνηση έχασε από το οπτικό της πεδίο τους Φίληδες. Ολους εκείνους που δεν είδαν στο Μακεδονικό μια ευκαιρία να διασπάσουν την αντιπολίτευση, αλλά μια ευκαιρία να αποσυντονίσουν την κυβέρνηση. Να την αποσυντονίσουν τόσο ώστε να διαλυθεί όλη εκείνη η αγωνία της προσμονής για να αντικατασταθεί από μια μεγαλύτερη, εκείνη της διάλυσης: ο Γκοντό, τελικά, ήταν καλύτερα να μην έρθει.