Η ελληνική εξωτερική πολιτική έναντι της Αγκυρας μετά το 1999 επικεντρώθηκε στον στόχο του εξευρωπαϊσμού της γειτονικής χώρας. Η διπλωματία των σεισμών οδήγησε στη μείωση της στρατιωτικής έντασης. Η άνοδος του Ταγίπ Ερντογάν και του ΑΚΡ στην εξουσία δημιούργησε μια νέα δυναμική στις διμερείς σχέσεις. Ο τούρκος ηγέτης φάνηκε να επιδιώκει ειλικρινά την ένταξη της χώρας του στην ΕΕ και την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Ο Ερντογάν όμως εκείνης της περιόδου δεν έχει καμία σχέση με τον σημερινό Ερντογάν. Πολλά άλλαξαν από τότε στην Τουρκία. Η μακροχρόνια παραμονή στην εξουσία έφερε την αλαζονεία και τη διαφθορά· η σύγκρουση πρώτα με το κεμαλικό κατεστημένο (Σκάνδαλο Εργκένεκον) και μετά με το δίκτυο του Φετουλάχ Γκιουλέν έχει ενισχύσει το σύνδρομο πολιορκίας που διακατέχει εμφανώς τον ίδιο και τους στενούς του συνεργάτες.

Δυστυχώς πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι η πολιτική της Αγκυρας σύντομα μπορεί να περάσει από τη φάση της ελεγχόμενης έντασης σε αυτή της ανοικτής επιθετικότητας. Οι δηλώσεις περί «χρεοκοπημένης Ελλάδας» και οι ειρωνείες για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας δεν γίνονται μόνο για εσωτερική κατανάλωση. Αντανακλούν την πεποίθηση ότι η Ελλάδα είναι πλέον μια αδύναμη χώρα σε σχέση με την Τουρκία. Πράγματι, η χώρα μας έχει απολέσει τα τελευταία χρόνια ένα σημαντικό κομμάτι της οικονομικής της ισχύος. Η Αθήνα δεν θα μπορεί σε λίγο να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο, αφού η Αγκυρα έχει αρχίσει να υλοποιεί ένα κολοσσιαίο εξοπλιστικό πρόγραμμα. Ενας άλλος σημαντικός παράγοντας που ενισχύει την τουρκική αυτοπεποίθηση είναι η δημογραφική κατάσταση στις δύο χώρες. Η Τουρκία έχει έναν μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό, ενώ η Ελλάδα έχει αρχίσει να συρρικνώνεται πληθυσμιακά. Για να κυβερνηθεί η Τουρκία των 80 εκατομμυρίων χρειάζεται ένα συλλογικό όραμα που θα αναβιώνει μνήμες από το ένδοξο παρελθόν και θα τιθασεύει τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις. Η ιδεολογική βάση αυτού του νέου οράματος είναι ο τουρκικός εθνικισμός με ισλαμικά στοιχεία. Η ρητορική αντιπαράθεση με την Αθήνα θρέφει τον ισλαμο-εθνικισμό του Ερντογάν και ενισχύει το ανθελληνικό κλίμα στην Τουρκία.

Είναι δύσκολο να είναι κανείς αισιόδοξος για το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η συμπεριφορά της Τουρκίας στο Αιγαίο δεν είναι μια συγκυριακή εξέλιξη, αλλά οφείλεται σε δομικούς λόγους. Οσο θα μεγαλώνει η οικονομική, στρατιωτική και δημογραφική διαφορά ανάμεσα στις δύο χώρες, τόσο περισσότερο η Αγκυρα θα ασκεί πίεση στην Αθήνα. Την ώρα που αυτονομείται η Τουρκία από τη Δύση, η μόνη ορθολογική επιλογή για την ελληνική πλευρά είναι η υιοθέτηση της στρατηγικής της σύμπλευσης (bandwagoning). Αυτή μπορεί να περιλαμβάνει την πρόσδεση στο άρμα μιας μεγάλης δύναμης, όπως είναι οι ΗΠΑ και η Γαλλία, που θα αποτρέψει δυσάρεστες εξελίξεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Αν ενισχυθούν σημαντικά το Πολεμικό Ναυτικό και η Πολεμική Αεροπορία, η Ελλάδα δύναται να διαδραματίσει τον ρόλο του αξιόπιστου «παρόχου ασφάλειας» για λογαριασμό των δυτικών δυνάμεων στην περιοχή. Παράλληλα, χρειάζεται εμβάθυνση των σχέσεών μας με χώρες που μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες για την τουρκική αναθεωρητική πολιτική. Η Τουρκία αλλάζει και μαζί της θα αλλάξει και ολόκληρη η περιοχή.

Ο Μάνος Καραγιάννης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο King’s College London και αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας