Θυμάστε εκείνα τα συνθήματα υψηλού λαϊκού φρονήματος που συντηρούσαν με ληγμένες εμμονές την εθνική μας αξιοπρέπεια; Θυμάστε που φωνάζαμε ότι δεν θέλαμε να γίνουμε τα γκαρσόνια των ξένων; Τότε, την πρώτη δεκαετία της Μεταπολίτευσης, όταν ο τουρισμός μάς φαινόταν μια παραφυάδα του ιμπεριαλισμού; Και οι τουρίστες κάτι σαν αποικιοκράτες με φωτογραφικές μηχανές; Ε, να τα ξεχάσετε. Και όχι μόνο διότι σήμερα μια θέση σερβιτόρου θεωρείται περιζήτητη ακόμη και από πτυχιούχους πανεπιστημίου. Κυρίως διότι φαίνεται να είναι ο μόνος τομέας που παρουσιάζει ανάπτυξη στη διάτρητη ελληνική οικονομία. Εστω και αν αυτό οφείλεται στη μείωση, λόγω πολιτικών συνθηκών, του τουριστικού ρεύματος προς Τουρκία και Αίγυπτο.
«Ναι, αλλά θα ξεχάσουμε τις ερημικές παραλίες, τα γραφικά χωριουδάκια, τα “τίμια” κουτούκια, την παλιά ταβέρνα με τη λακέρδα και το σκουμπρί». Εικόνες μιας Ελλάδας που παραπέμπουν στο «Στάσου, μύγδαλα» και που δεν υπάρχουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ας προσπεράσουμε αυτές τις απόψεις ως γραφικές, αν και διατυπώνονται από πολλούς, ακόμη και από νέους που ούτε σε ερημική παραλία θα πάνε ποτέ ούτε τρώνε λακέρδα και σκουμπρί. Υπάρχουν όμως και αυτοί που έχουν αρχίσει να εκφράζουν τους φόβους τους για τους κινδύνους του υπερτουρισμού. Ειδικά μάλιστα μετά την προβολή, πέρυσι, του ντοκιμαντέρ «Το σύνδρομο της Βενετίας» (βέβαια οι συγκρίσεις είναι μάλλον άστοχες, αφού μόνο η Βενετία δέχεται ετησίως όσους, σχεδόν, τουρίστες αναμένεται να έρθουν φέτος στη χώρα μας). Συμμερίζομαι και την ανησυχία του δημάρχου Σαντορίνης για τους 1,3 εκατ. επισκέπτες (ξέρω, εκ καταγωγής, τι σημαίνει να ασφυκτιά ένα μικρό νησί), αλλά δεν πετάμε τα χρήματα επειδή δεν χωράνε στις τσέπες μας. Χρέος του κράτους, αντί να υπερφορολογεί, είναι να βοηθήσει να δημιουργηθούν οι κατάλληλες δομές και χρέος του αρμόδιου υπουργείου είναι να εκπαιδευτούν, ακόμη και με σεμινάρια, οι κάτοικοι των τουριστικών περιοχών. Διότι χειρότερο από το να είμαστε γκαρσόνια είναι να είμαστε κακά γκαρσόνια.