«Δίπλα σε ένα πρόσωπο που δέχτηκε μια προσβολή, αυτή η Γη –Γη της Επαγγελίας και Γη Αγία –δεν είναι τίποτε άλλο παρά γυμνότητα και ερημιά, ένας σωρός ξύλα και πέτρες». Για τον Εμανουέλ Λαβινάς η ευθύνη μας απέναντι στον άλλον υπερέχει της ελευθερίας μας μέσα στον κόσμο όπως αναλύει στις «Τέσσερις ταλμουδικές μελέτες» (εκδ. Πόλις, προλεγόμενα – μετάφραση – σημειώσεις Σταύρος Ζουμπουλάκης, 2017). Η αγιότητα βρίσκεται στον αντίποδα της ιερότητας. Η μόνη ιερή γη που υπάρχει είναι το πρόσωπο του άλλου ανθρώπου.
Ενας άλλος τίτλος αναφοράς που μόλις κυκλοφόρησε επίσης από τις εκδόσεις Πόλις «συνεχίζει» τον διάλογο για το πρόσωπο στον δυτικό πολιτισμό. Αυτή τη φορά με ένα κείμενο πολεμικό: στο «Πρόσωπο και το ιερό» η Σιμόν Βέιλ συνδέει την έννοια του προσώπου με τα κοινωνικά προνόμια και τα δικαιώματα. Λόγος ικανός για να κατευθύνει την πολεμική της ακόμη και εναντίον της χριστιανικής κληρονομιάς απ’ όπου προέρχεται η έννοια. Για τη Βέιλ, Εβραία που στράφηκε στον καθολικισμό με μυστικές διαθέσεις, ιερός είναι ο άνθρωπος ως σύνολο, η προσδοκία του καλού που αξίζει –πάντως όχι το πρόσωπό του. Αυτή είναι μια κατασκευή την οποία επικαλούνται οι λίγοι αδικώντας τους «πολλούς», τους κατατρεγμένους, όσους βιώνουν τον πόνο, τους κολασμένους της γης. «Τι πρόσωπο μπορεί να έχουν οι κρατούμενοι του Αουσβιτς ή του Γκουλάγκ;» επισημαίνει στο επίμετρο ο Σταύρος Ζουμπουλάκης απηχώντας τις ενδόμυχες σκέψεις της Βέιλ.
ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΑΣΤΟΧΙΕΣ. Η συνεισφορά του Στ. Ζουμπουλάκη τόσο στη μετάφραση όσο και στο σχολιασμό είναι καταλυτική. Από τους πραγματικούς γνώστες του έργου της Βέιλ και των χριστιανών στοχαστών του 20ού αιώνα (ήδη εντοπίζει τον Ζακ Μαριτέν στην εν λόγω έκδοση) «διαβάζει» προσεκτικά το κείμενο της γαλλίδας αναρχοσυνδικαλίστριας και φιλοσόφου, επισημαίνοντας την υψηλή θερμοκρασία των ιδεών της, τους λόγους που την οδηγούν στην πολεμική κατά του προσώπου (ανάμεσά τους, η προσήλωση στο Σταυρό και όχι στην Ανάσταση), αλλά και τις αστοχίες της.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, για παράδειγμα, ότι σε μια παρέκβαση τονίζει και τη δική της παράλειψη στη μετάφραση του «συμφιλείν έφυν» της Αντιγόνης, ηρωίδας με την οποία ταυτίζεται, επειδή ακολουθεί τον «άγραφο νόμο» προς τη θυσία. «Μολονότι γνώριζε αρχαία ελληνικά, δεν πρόσεξε όσο έπρεπε, όπως και πάμπολλοι άλλοι, το πρώτο συνθετικό του ρήματος αυτού. Η αγάπη για την οποία η Αντιγόνη δηλώνει ότι γεννήθηκε δεν απευθύνεται σε όλους, αλλά στους δικούς της, στα αδέρφια της, σε αυτούς με τους οποίους την ενώνει η κοινή μήτρα».
Τον ίδιο στίχο επιλέγει να φωτίσει στα «Κεκρυμμένα από καταβολής» (Γ.Α. Κουρής, 1994, μετάφραση Κωνσταντίνος Ι. Γκότσης) ο κορυφαίος στοχαστής Ρενέ Ζιράρ, όταν αναφέρεται στη Βέιλ, η οποία, όπως γράφει, αναγνώρισε στην Αντιγόνη την τελειότερη εικόνα του Χριστού «με την εκπληκτική της διαίσθηση». «Ο στίχος αυτός… σημαίνει στην πραγματικότητα κάτι άλλο, διαφορετικό: “Ζω για να ενώνω όχι στο μίσος αλλά στην αγάπη”. Η ανθρώπινη πολιτεία δεν είναι ένα “συν-φιλείν”, παρά μόνο γιατί ταυτόχρονα είναι και ένα “συν-έχθειν”· και ακριβώς αυτό το θεμέλιο μίσους φέρνει στην επιφάνεια η Αντιγόνη, όπως και ο Χριστός, για να το αποδοκιμάσει».