Εχω προσέξει ότι μέχρι να ξεκινήσει η συνομιλία μας έχετε χρησιμοποιήσει πολλές φορές την λέξη «ισορροπία».
Από πιτσιρικάς ήμουν σχεδόν διπολικός. Από τη μια κλειστός και ντροπαλός και από την άλλη είχα ανάγκη από τον κύκλο στενών φίλων. Ηταν απαραίτητο κομμάτι στη ζωή μου. Οταν άρχισε η επαγγελματική μου ζωή, με οδηγούσε ένα ένστικτο. Εβλεπα άλλους συναδέλφους που χωρίς να το καταλάβουν αντικαθιστούσαν τους φίλους τους με δημόσιες σχέσεις και τρόμαζα. Ημουν άπειρος και ένα ένστικτο με οδηγούσε να στηριχθώ στους 3-4 κοντινούς μου, που ήταν και λίγο εκτός δουλειάς. Μου φαινόταν πολύ αμήχανο να γίνω φίλος με έναν παραγωγό ή έναν δημοσιογράφο. Κρατούσα πάντα μια απόσταση.
Δεν έχετε στενή επαφή με τους συναδέλφους σας;
Υπήρξε πιο ζεστή επαφή με συναδέλφους όπως για παράδειγμα με την Χαρούλα Αλεξίου, με την Ελένη Τσαλιγοπούλου, τον Ορφέα Περίδη, τον Νίκο Ζιώγαλα, τον Μανώλη Φάμελλο. Είναι φιλίες που κράτησαν πολλά χρόνια.
Πότε κρατάνε οι φιλίες, οι σχέσεις των ανθρώπων;
Οταν βρίσκουν τρόπο να εξελίσσονται. Πρέπει και από τις δυο πλευρές να υπάρχει ζωντάνια και διάθεση για να προχωρήσουν. Με την πρώτη μου παρέα είχα νιώσει πολλές φορές εγκλωβισμένος.
Γιατί;
Οταν μια παρέα αποκτά χαρακτηριστικά σέκτας «εμείς ξέρουμε και όλοι οι άλλοι είναι εκτός και χρειάζεται μάλιστα και ειδική τελετή μύησης για να μπεις», νιώθω ασφυξία. Είχα την τάση να σπάσει αυτό το πράγμα. Ηθελα να έλθουν νέα πρόσωπα, ν’ ανανεωθεί. Με κερδίζει στους ανθρώπους –και έρχομαι κοντά –το χιούμορ, δείχνει διάθεση για ανατροπή των στερεότυπων. Να δεις τα πράγματα από μια άλλη οπτική.
Πότε χάνετε το χιούμορ σας;
Οταν αγχώνομαι και εγκλωβίζομαι. Τα οικονομικά, οι συναυλίες, το να κρατήσω ισορροπία ανάμεσα στο δημιουργικό κομμάτι και την επιβίωση, το οποίο είναι αγώνας ζωής βέβαια, δεν το έλυσα ποτέ. Δεν ξεκίνησα έχοντας καβάτζα οικονομική από τους γονείς μου.
Σας βασανίζει η ερώτηση «δουλεύω ή δημιουργώ»;
Το θέμα είναι αν κάνω εκπτώσεις. Αν κάνω πράγματα που δεν με αντιπροσωπεύουν.
Τριάντα και βάλε χρόνια στο χώρο της μουσικής, δεν βάλατε ποτέ νερό στο κρασί σας;
Μεγάλη κουβέντα είναι αυτή. Μπορώ όμως να πω με σιγουριά ότι δεν έχω κάνει υποχωρήσεις που να μετανιώνω. Να σκέφτομαι «γιατί το έκανες αυτό τώρα;». Ημουν και πάντα αυτάρκης γιατί έγραφα εγώ τα τραγούδια μου. Η μεγάλη πίεση είναι προς τους τραγουδιστές. Εγώ έγραφα τα τραγούδια, πήγαινα στην εταιρεία, τα άκουγαν. Δεν ασχολούνταν μαζί μου. Είχε πάρει ροή το πράγμα.
Μέχρι να πάρει όμως;
Πολύ δύσκολα. Οταν ήμουν δέκα, η μητέρα μου άρχισε να παλεύει με τον καρκίνο. Οι γονείς μου ήθελαν και εμένα και τον αδελφό μου να μας κρατήσουν έξω από αυτό. Ομως μέσα στο σπίτι υπήρχε βαριά ατμόσφαιρα, μια βουβή αγωνία. Βρήκα διέξοδο σε μια κιθάρα που μου έφερε ο πατέρας μου από το σπίτι μας στο Βόλο και μετά από πολλά παρακάλια.
Και τελικά πως βρήκατε τον δρόμο σας;
Εννοείται ότι την δεκαετία του ’70 οι γονείς μου ήθελαν κάτι πιο ασφαλές για επαγγελματική αποκατάσταση. Να σπουδάσω αρχιτεκτονική, να διοριστώ σε τράπεζα, κάτι τέλος πάντων πιο σταθερό. Με έστειλαν ακόμη και στις Βρυξέλλες για σπουδές αλλά εκεί εγώ έγραψα το πρώτα μου τραγούδια. Επέστρεψα στην Ελλάδα, βρήκα τους συμμαθητές μου και ξεκινήσαμε το γκρουπ, τους Φατμέ. Η πρώτη μεγάλη ένεση αυτοπεποίθησης ήταν όταν βρήκα το τηλέφωνο του Διονύση Σαββόπουλου και τον κάλεσα. Πήγα και τον βρήκα, μας είπε καλά λόγια και συμβουλές. Ηταν πολύτιμο, αλλά επικρατούσε παράλληλα και μια χαώδης κατάσταση.
Πώς ξεφύγατε;
Από τύχη. Αν δεν έπαιρνα την απόφαση να πάω να βρω τον Τάσο Φαληρέα (σ.σ. επικεφαλής παραγωγής στην Columbia, τη CBS, τη LYRA και άλλες μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες και πρωτοστάτησε σε μεγάλες λαϊκές παραγωγές) στο δισκοπωλείο που είχε, το Pop Eleven στο Κολωνάκι, πραγματικά δεν ξέρω πώς θα ήταν η ζωή μου τώρα. Ο Τάσος ήταν ένα δώρο τεράστιο για την πορεία μου και για τη ζωή μου.
Η πρώτη εικόνα;
Καθόταν στον πάγκο και του λέω ότι είχα μάθει πως κάνει παραγωγές και θέλω να ακούσει αυτά που έχω. «Να την αφήσω την κασέτα;». «Οχι, γιατί θα τη χάσω» μου απαντάει. Με πάει σε ένα δωματιάκι, βάζει ακουστικά, ακούει ένα δυο λεπτά και μετά λέει: «Πού ήσουν τόσο καιρό; Εσένα έψαχνα». Νόμιζα ότι μου κάνει πλάκα. Εχω σκεφτεί πολλές φορές ότι θα μπορούσε να είχε πάρει άλλη τροπή το πράγμα. Δεν είχα θετικές απαντήσεις από τις εταιρείες, δεν ήταν της μόδας πια τα συγκροτήματα. Ο Τάσος άκουσε τα τραγούδια και μπήκαμε στο στούντιο και γράψαμε. Ετσι ξεκίνησαν οι Φατμέ αλλά και η δική μου πορεία στο τραγούδι.
Θυμάστε κάτι έντονα από τον Τάσο Φαληρέα;
Πολλά. Το πιο χαρακτηριστικό είναι πως με έπαιρνε άγρια ξημερώματα και μου έλεγε «εσύ κοιμάσαι και κάποιος συνομήλικός σου αυτή τη στιγμή γράφει ένα αριστούργημα!».
Υστερα από τα δύσκολα, άρχισαν οι επιτυχίες. Την ψωνίσατε αλήθεια ποτέ;
Είναι δυνατόν να μην την ψωνίσω;
Και;
Είμαι αρκετά ορθολογικός σε πολλά πράγματα αλλά η μουσική είναι το αντίβαρό μου. Αυτό που είναι λυτρωτικό είναι πως μέσα από το γράψιμο ή μέσα από τον αυτοσχεδιασμό ανακαλύπτω πράγματα που δεν ήξερα. Δεν με ενδιαφέρει να μιλήσω γι’ αυτά που ξέρω. Την εποχή που είχα αρχίσει την ψυχανάλυση είχα δει ένα όνειρο: ότι ανακάλυψα μέσα στο σπίτι μου –το οποίο δεν ήταν ακριβώς το σπίτι μου αλλά ένα ωραίο νεοκλασικό ψηλοτάβανο –ανακαλύπτω έκπληκτος ότι στο κέντρο του σπιτιού υπάρχει μια πόρτα την οποία δεν την είχα ανοίξει ποτέ και μπαίνω και ανακαλύπτω ένα άλλο κρυφό δωμάτιο. Είναι ένα από τα πιο ωραία όνειρα που έχω δει. Και κάπως έτσι αισθάνομαι όταν γράφω τραγούδια. Σαν να ανακαλύπτω ένα κρυφό δωμάτιο, ένα κρυφό χώρο που υπάρχει μέσα μου αλλά μου είναι άγνωστος και αυτή είναι η μεγάλη χαρά για μένα.
Είναι πάντα ευχάριστες οι ανακαλύψεις;
Οχι, είναι σαν τα όνειρα. Υπάρχουν και οι εφιάλτες. Ενα όνειρο – εφιάλτη που το έκανα και τραγούδι μετά είναι «Το παιδί» (σ.σ. στο δίσκο «Στροφή»). Είχα δει ότι το σπίτι μου άρχισε να πλημμυρίζει και ν’ ανεβαίνει η στάθμη του νερού με πολύ γρήγορο ρυθμό. Με πιάνει πανικός και η προσοχή μου έπεσε πάνω σε μια γυάλα με ένα χρυσόψαρο –ποτέ δεν είχα στην πραγματική μου ζωή. Στον πάτο της γυάλας είχα ένα κομπολόι και ήταν το κομπολόι του παππού μου. Κεχριμπαρένιο. Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι στο μέσα δωμάτιο είναι, ήταν ο γιος μου που κοιμόταν μωρό και το νερό ανέβαινε. Παρατάω τη γυάλα και τρέχω γεμάτος αγωνία στο δωμάτιο του παιδιού. Μόλις ανοίγω την πόρτα για να δω αν ζει το παιδί, ξυπνάω με ταχυκαρδία και κρύο ιδρώτα.
Πώς ερμήνευσε ο ψυχολόγος το όνειρο;
Οτι χάνω την επαφή με το παιδί που έχω μέσα μου, τη χαρά της ζωής και του παιχνιδιού. Ο,τι κάνει δηλαδή ένα παιδί.
Ισως αυτό που κάνετε τώρα στο Θέατρο Βράχων είναι σαν να θέλετε να επιστρέψετε πάλι σε εκείνη την ηλικία;
Τελικά, ναι. Οταν το ξεκίνησα, δεν το σκεφτόμουν έτσι, αλλά τελικά, ναι. Τη χρονιά αυτή την πέρασα μέσα σε ρόλο δασκάλου, μέσα από σεμινάρια και τις συναυλίες με τα μουσικά σχολεία. Ιδανικός για να γιορτάσω τα 60 μου χρόνια αυτή η συναυλία στο Θέατρο Βράχων (Πέμπτη 21 Ιουνίου), με την μπάντα μου «Ευγενείς αλήτες», με φίλους όπως η Ελένη Τσαλιγοπούλου, η Νατάσσα Μποφίλιου, ο Μάρκος Κούμαρης (Locomondo), τις χορωδίες των Μουσικών Σχολείων Πειραιά και Λάρισας, την Παιδική και Νεανική Χορωδία Con Anima. Πολλές γενιές μαζί!
Κάνετε ακόμη ψυχανάλυση;
Οχι, αποφοίτησα. Εσάς, αλήθεια, ποια είναι η σωτηρία σας;