Ποιος θυμάται τη Λορίν Χάτον; Σίγουρα όσοι έχουν δει το «Επάγγελμα ζιγκολό» και δεν θα πρέπει να είναι λίγοι. Μα και όσοι ξέρουν από μόδα, όπως και την ιστορία της. Που επίσης δεν θα πρέπει να είναι λίγοι, όπως λίγα δεν είναι τα (τουλάχιστον) 25 εξώφυλλα του «Vogue» που έχουν φιλοξενήσει το πρόσωπο της Λορίν Χάτον από τη δεκαετία του 1960 ώς και του 1990. Αλλά στο «Επάγγελμα ζιγκολό», την ταινία που γύρισε ο Πολ Σρέιντερ στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η Λορίν Χάτον βρέθηκε στην απόλυτη –και αξεπέραστη –κινηματογραφική στιγμή της. Ηταν εκείνο το αέρινο, αγέλαστο, πανέμορφο πλάσμα που έδωσε στον κυνικό και νάρκισσο ζιγκολό του Ρίτσαρντ Γκιρ να καταλάβει τη σημασία του αληθινού έρωτα. Μα και τι θυσίες απαιτεί ένας έρωτας για να είναι όντως αληθινός. Εκείνος την πίστεψε. Και δεν το μετάνιωσε.
Η χημεία ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές της ταινίας «Επάγγελμα ζιγκολό» υπήρξε απρόβλεπτη, μοναδική. Και η Χάτον, στα 37 της τότε –έξι χρόνια μεγαλύτερη από τον Γκιρ –και πρόσωπο προερχόμενο από τον χώρο της μόδας, προσπαθούσε να βρει τη θέση της στον χώρο του κινηματογράφου. Δεν τη βρήκε. Ή δεν θέλησε να τη βρει. Δεν την ξαναείδαμε ποτέ σε μια ταινία ανάλογης επιτυχίας με του «Ζιγκολό». Μικρά περάσματα, ως επί το πλείστον, δεύτεροι ρόλοι σε ταινίες ή τηλεταινίες, μια πρωτότυπη ως ιδέα αλλά χωρίς επιτυχία σειρά τηλεοπτικών συνεντεύξεων που έπαιρνε η ίδια από προσωπικότητες («Lauren Hutton and…»), τίποτα μεγάλο, τίποτα το πραγματικά αξιομνημόνευτο. Αλλά πάντα, μα πάντα το όνομα της Λορίν Χάτον παρέμενε σταθερή αξία. Ενα όνομα με κύρος, μια περσόνα με ενδιαφέρον, μια γυναίκα με πυγμή και φυσικά πηγαία ομορφιά.
Η επιστροφή
Πέρασμα η Λορίν Χάτον κάνει και στην τελευταία μέχρι σήμερα ταινία της, το «I feel pretty», που προβάλλεται εδώ και λίγο καιρό στις αίθουσες. Είναι μια έξυπνη κομεντί με «μήνυμα»: η ομορφιά προέρχεται από μέσα μας, λέει. Αν αισθανόμαστε όμορφοι, τότε είμαστε όμορφοι. Κι άσε τους άλλους να χτυπιούνται. Κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι η Ρενέ (η καλή κωμικός Εϊμι Σούμερ), μια στρουμπουλή, ξανθιά τριανταπεντάρα που έχει τεράστιο κόμπλεξ με το παρουσιαστικό της και που όταν σε ένα ατύχημα χτυπά κατά λάθος το κεφάλι της, αρχίζει να «βλέπει» το κακοφτιαγμένο, «στραβοχυμένο» σώμα της σαν να πρόκειται για της Μπριζίτ Μπαρντό στο «Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα». Το σώμα της δεν έχει αλλάξει σε τίποτα φυσικά, όμως στο μυαλό της Ρενέ είναι στ’ αλήθεια μεταμορφωμένο. Και αυτό θα της δώσει την αυτοπεποίθηση που δεν είχε ποτέ!
Και τι δουλειά έχει σε όλα αυτά η Λορίν Χάτον; θα αναρωτηθείτε. Η Χάτον είναι η Λίλι Λεκλέρ, η ιδρύτρια της εταιρείας καλλυντικών στην οποία η Ρενέ εργάζεται και την οποία διευθύνει πλέον η καλοπροαίρετη αλλά εντελώς φαντασμένη και «στον κόσμο της» κόρη της πρώτης, η Εϊβερι (Μισέλ Γουίλιαμς). Μόνο που η εταιρεία δεν πηγαίνει καλά. Η καμπάνια που έχει ξεκινήσει με μια σειρά λιγότερο δαπανηρών και πιο προσιτών καλλυντικών για πώληση σε καταστήματα λιανικής δεν έχει τις πωλήσεις που περίμεναν. Η πανέξυπνη Λίλι συνειδητοποιεί ότι λόγω του πλούτου και της ομορφιάς της η κόρη της έχει αποσυνδεθεί από τη γραμμή παραγωγής και δεν καταλαβαίνει πώς να την εμπορευτεί. Οπότε στη μέση θα μπει η Ρενέ. Αυτή έχει τη σκέψη της αγοράστριας της διπλανής πόρτας.
Αν και δεν έχει ειπωθεί επισήμως, μπορεί κανείς να υποψιαστεί το γιατί η Λορίν Χάτον αποφάσισε να παίξει σε αυτή την ταινία. Μπορεί να μην είναι σπουδαία (η αλήθεια είναι ότι βλέπεται πολύ ευχάριστα και ενδείκνυται για καλοκαίρι), όμως στη γενικότερη φιλοσοφία της πρεσβεύει αυτό που η Χάτον δεν έπαψε ποτέ να υποστηρίζει: τον συμβιβασμό του κάθε ανθρώπου με αυτό που είναι.
Η Χάτον έχει αφιερώσει ατελείωτες ώρες μιλώντας για το προνόμιο της ομορφιάς που δεν είναι αποκλειστικότητα των νέων ανθρώπων. Μα και η ίδια αυτό ακριβώς δεν αντανακλούσε πάντα; Εχει πει παλαιότερα για τον χρόνο και την ηλικία: «Πρέπει να είμαστε σε θέση να ωριμάζουμε. Οι ρυτίδες μας είναι τα μετάλλιά μας για το πέρασμα της ζωής. Οι ρυτίδες μας είναι αυτά που έχουμε περάσει και ποιοι θέλουμε να είμαστε».
Ποτέ νυστέρι και ρετούς
Η Λορίν Χάτον είχε επίσης δηλώσει ότι ποτέ δεν θα διανοούνταν να μαχαιρώσει το πρόσωπό της γιατί μόλις το έκοβε «δεν θα ήξερα πια πού έχω ώς τώρα βρεθεί». Και πράγματι, όχι μόνο δεν κατέφυγε ποτέ στην πλαστική χειρουργική, πράγμα που παρατηρεί κανείς εύκολα και στην ταινία «I feel pretty», αλλά παλιότερα έθετε ειδικούς όρους στα συμβόλαιά της να μη γίνεται κανένα ρετούς στα πορτρέτα των φωτογραφιών της που δημοσιεύονταν στα περιοδικά μόδας!
Η άποψή της για τις ρετουσαρισμένες φωτογραφίες και την «απομάκρυνση» των ρυτίδων είναι ότι το αποτέλεσμα στο πρόσωπο θυμίζει αβγό. «Υπήρξα κάποτε αβγό και δεν θέλω σε καμία περίπτωση να ξαναγίνω» είχε πει παλιά. Και πράγματι, οι λεπτές γραμμούλες που έχει για ρυτίδες γύρω από τα καταγάλανα μάτια και το μεγάλο στόμα της, αν κάτι της προσθέτουν, ακόμα και σήμερα, στα 74 της, αυτό είναι μια γοητεία.
Πριν από χρόνια, όταν γινόταν 50, η Χάτον έκλεινε ξανά μια μεγάλη συμφωνία με τη Revlon, με την ίδια δηλαδή εταιρεία με την οποία στα 30 της είχε υπογράψει το πρώτο της μεγάλο συμβόλαιο. Για την ακρίβεια, το 1973 είχε υπογράψει για πρώτη φορά συμβόλαιο με τη Revlon και έγινε το πρόσωπό της. Δύο χρόνια αργότερα, το 1975, η Χάτον ανανέωσε το συμβόλαιό της και έγινε εκατομμυριούχος. Ωστόσο, η Revlon την απέλυσε όταν είχε γίνει 40 χρονών, για να την επαναπροσλάβει στα 50!
Καμία άλλη πενηντάρα δεν είχε κατορθώσει κάτι παρόμοιο με εταιρεία καλλυντικών εκείνη την εποχή, στα 90s, εκτός από την Κατρίν Ντενέβ για τον οίκο Yves Saint Laurent. «Το πιο ηλικιωμένο μοντέλο» την είχε βαφτίσει μέρος του Τύπου. Αλλά τον ίδιο τίτλο τής είχαν δώσει και στα 40 της. Οπως και στα 30 της!
Από το Playboy στη Revlon
Η Λορίν Χάτον γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1943 στην Πολιτεία της Νότιας Καρολίνας, στο Τσάρλσταουν, ως Μαίρη Λόρενς Χάτον. Τελείωσε το λύκειο το 1961 στην Τάμπα της Φλόριντα και φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης, για να μεταφερθεί αργότερα στο Τουλέιν, όπου το 1964 πήρε το πτυχίο της. Αμέσως έφυγε για τη Νέα Υόρκη έχοντας περίπου 200 δολάρια στην τσέπη και ένα κενό ανάμεσα στους κοπτήρες της. Δεν την ένοιαζε που δεν είχε δει ξανά στη ζωή της κτίριο ψηλότερο των έξι ορόφων, αλλά στόχος της, τότε, δεν ήταν η Νέα Υόρκη. Ηταν η Αφρική, που όμως θα ακολουθούσε αργότερα. Στο Μανχάταν βρήκε δουλειά ως κουνελάκι στο «Playboy Club». Η διοίκηση της πρότεινε να επιλέξει ένα άλλο όνομα διότι υπήρχαν ήδη αρκετά κουνελάκια που λέγονταν Μαίρη. Η Χάτον κινήθηκε έξυπνα. Μια ηθοποιός που εκείνη την εποχή θαύμαζε ήταν η Λορίν Μπακόλ και το όνομα Λορίν δεν απείχε και τόσο από το μεσαίο της, Λόρενς.
Η ομορφιά της δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη και πράγματι το πρακτορείο Φορντ σύντομα την προσέγγισε, πείθοντάς την ότι μια επίσκεψη στον οδοντίατρο κρινόταν απαραίτητη. Η Χάτον ακολούθησε τη συμβουλή και η πρώτη της δουλειά ως φωτομοντέλο για την αμερικανική «Vogue» στην Ιταλία ήταν το επόμενο βήμα της.
Τότε ήρθε η στιγμή του συμβολαίου της με τη Revlon και σε αυτό ρόλο έπαιξε ο εντοπισμός της από τον διάσημο φωτογράφο Ρίτσαρντ Εϊβεντον. Ωστόσο, όταν αποφασίσεις να κολυμπήσεις στα βαθιά, ανακαλύπτεις ότι τα νερά δεν είναι πάντα καθαρά. Η πρώτη «λάσπη» που η Χάτον δέχτηκε ήταν ότι η δουλειά στη Revlon οφειλόταν στην (ανύπαρκτη) σχέση της με τον ιδιοκτήτη της εταιρείας. Συγχρόνως, είχε γραφεί ότι είχε ερωτική σχέση με τη βρετανίδα ηθοποιό Τζούλι Κρίστι. Η Χάτον δεν «μάσησε». Ποτέ δεν θα «μασούσε». Η αντεπίθεσή της; Εκτός από το ότι αρνήθηκε τα πάντα, πρότεινε στη Revlon στην επόμενη διαφημιστική καμπάνια της εταιρείας να φωτογραφιστεί μαζί με την Κρίστι και τον ιδιοκτήτη της Revlon πάνω σε ένα κρεβάτι! Επίσης δεν απαρνήθηκε ποτέ τα πιστεύω της για χάρη των χρημάτων. Ενα παράδειγμα: αρνήθηκε να κάνει διαφημίσεις για γούνες προερχόμενες από ζώα, πείθοντας ακόμα και τους φωτογράφους να συμφωνήσουν μαζί της.
Εκείνα τα χρόνια, τα χρόνια της νιότης, η ιδιωτική ζωή της Χάτον βρισκόταν συνέχεια στο μάτι του κυκλώνα ασταμάτητων κουτσομπολιών. Στη δεκαετία του 1980 η σχέση της με τον μουσικό παραγωγό Μάλκομ ΜακΛάρεν απασχόλησε πολύ τον Τύπο, μέχρι τη στιγμή που η σχέση έληξε επειδή, σύμφωνα με την ίδια, εκείνη αγαπούσε τον Γουίλιαμ Φόκνερ κι εκείνος τον Κάρολο Ντίκενς.
Easy Rider στα 55
Η ζωή της δεν σταμάτησε ποτέ να είναι μια περιπέτεια, χωρίς όμως η ίδια να την προβάλλει για να καρπωθεί από αυτήν. Ατελείωτα ταξίδια σε όλες τις ηπείρους, Αφρική, Ασία, Ευρώπη, Λατινική Αμερική. «Αγαπώ την αίσθηση ότι είναι σαν ένα γυμνό αβγό στην κορυφή του χάλυβα, που αισθάνεσαι ευάλωτος αλλά τόσο ζωντανός» είχε πει παλιότερα για μία από τις μεγάλες αγάπες της, την οδήγηση μοτοσικλέτας (οδηγούσε από τα χρόνια της εφηβείας της). Ωστόσο, η μοίρα έμελλε να της παίξει ένα πολύ άσχημο παιχνίδι όταν στα 55 της, το 2000, συμμετείχε σε ένα σόου μοτοσικλέτας με αναβάτες διασημότητες της σόουμπιζνες, όπως ο βρετανός ηθοποιός Τζέρεμι Αϊρονς και ο Ντένις Χόπερ, σκηνοθέτης – πρωταγωνιστής στον «Ξέγνοιαστο καβαλάρη», την απόλυτη ταινία μοτοσικλέτας.
Η μοτοσικλέτα της Χάτον την πρόδωσε σε μια στροφή κοντά στη λίμνη Mεντ, έξω από το Λας Βέγκας. Τινάχθηκε στον αέρα και έπεσε στο έδαφος, όπου το σώμα της στριφογύρισε πολλές φορές. Ενώ ο Αϊρονς την κρατούσε στην αγκαλιά του, η Χάτον δεχόταν τις επιτόπιες πρώτες βοήθειες των γιατρών που ταξίδευαν μαζί με την αποστολή, για να μεταφερθεί αργότερα με ελικόπτερο στο Πανεπιστημιακό Ιατρικό Κέντρο στο Λας Βέγκας. Η Χάτον υπέστη πολλαπλά κατάγματα στα πόδια με σοβαρά τραύματα, μώλωπες και κακώσεις σε όλο το σώμα. Ευτυχώς δεν είχε χτυπήσει σοβαρά στο κεφάλι, διότι το κράνος που φορούσε την προστάτεψε.
Μετά το «Επάγγελμα ζιγκολό» και ενώ στη δεκαετία του 1970 είχαν προηγηθεί κάποιες ακόμα εμφανίσεις της στο σινεμά («Αμέρικα 1971» με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, «Παντρολογήματα» του Ρόμπερτ Ολτμαν, «Ο τζογαδόρος» με τον Τζέιμς Κάαν), η κινηματογραφική συνέχεια της Χάτον δεν φάνηκε να είναι τόσο συναρπαστική όσο η ταινία του Πολ Σρέιντερ υποσχόταν. Ομως ήταν δική της απόφαση. Η Χάτον επέστρεψε στο μόντελινγκ γιατί, όπως η ίδια είχε δηλώσει τότε, αισθανόταν πιο υπερήφανη στον χώρο της μόδας απ’ όσο στον χώρο του κινηματογράφου.
Η φωνή των γυναικών
Το ενδιαφέρον με τη Λορίν Χάτον ήταν πάντα και ο πολιτικοποιημένος χαρακτήρας της. Στη δεκαετία του 1990 όταν αποκαλούσε τη χώρα της «στρατιωτικό πραξικόπημα», η φωνή της ακουγόταν σε εκστρατείες που η ίδια πίστευε ότι ήταν προς όφελος της κοινωνίας. Δεν δίστασε να ασκήσει κριτική στις Πρώτες Κυρίες των ΗΠΑ. Να αποκαλέσει τη Νάνσι Ρίγκαν «σκελετό με ρούχα» και την Μπάρμπαρα Μπους «ταινία τρόμου». Της άρεσε όμως η Χίλαρι Κλίντον γιατί «δεν έχει πέος».
Οι απόψεις της για την ομορφιά δεν ήρθαν αργότερα, όταν είχε πια μεγαλώσει, τις είχε από νέα. Υπέρμαχος των γυναικείων δικαιωμάτων πολύ πριν από τα πρόσφατα κινήματα τύπου #Metoo, η Χάτον έδινε τη φωνή της σε ραδιοφωνικά σποτ που ωθούσαν τους πατεράδες να βοηθούν τις συζύγους τους στην ανατροφή των παιδιών τους. «Οι γυναίκες στην ηλικία μου δικαιούνται να χαρούν το δεύτερο μισό της ζωής τους, δεν έχουν τελειώσει!» έλεγε σε συνεντεύξεις της στη δεκαετία του 1990. Δεν ήταν τόσο φεμινίστρια όσο ρεαλίστρια. Πίστευε και ενδεχομένως να εξακολουθεί να πιστεύει ότι μόνο η ολοκληρωτική υπέρβαση της θρησκείας μπορεί να αλλάξει τη ζωή των γυναικών. «Οσο οι γυναίκες θα θεωρούνται υπεύθυνες για το προπατορικό αμάρτημα, θα παραμένουν πάντα πολίτες δεύτερης κατηγορίας» είχε δηλώσει στην «Independent» εν έτει 1993. «Είναι κακό να νιώθεις σέξι όταν έχεις πια μεγαλώσει; Ολες τις αηδίες περί ηλικίας και έρωτα τις έχουν σκαρφιστεί οι άνδρες. Οι μορφωμένες γυναίκες αποτελούν πια την πλειονότητα».
Και όσο για το μόντελινγκ, μπορεί να επέστρεψε σε αυτό επειδή ένιωθε περισσότερο υπερήφανη σε εκείνο τον χώρο απ’ ό,τι στου σινεμά, ποτέ όμως δεν είπε ότι είναι ένας παράδεισος. Χαρακτηριστική είναι η φράση της και πάλι στην «Independent»: «Ως μοντέλο είσαι από τα 16 ώς τα 24 το μεγαλύτερο σύμβολο της θηλυκότητας, αλλά στην ουσία δεν είσαι… τίποτα». Εξάλλου, αν είχε διάρκεια σε αυτόν τον δύσκολο χώρο, οφείλεται στο ότι δεν πάτησε ποτέ την «μπανανόφλουδα», δεν έπεσε ποτέ στην παγίδα. Εκλεινε τις καλύτερες, τις πιο προσοδοφόρες δουλειές και ενώ βρισκόταν στο peak της εξαφανιζόταν για μήνες. Και μετά επέστρεφε και πάλι, για μια νέα δουλειά.
Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η «εξαφάνισή» της από τον χώρο στα 90s, αμέσως αφότου είχε εκπληρώσει το συμβόλαιό της με τη Revlon για μια φωτογράφιση του ιταλικού «Vogue» μαζί με την Κέιτ Μος. Μόλις η δουλειά τελείωσε, η Χάτον εξαφανίστηκε από προσώπου γης για να ζήσει, όπως μαθεύτηκε αργότερα, για λίγο σε καταυλισμό Ινδιάνων. Γιατί για τη Λορίν Χάτον «ο κόσμος των μοντέλων μπορεί να γίνει ένας μεγάλος καθρέφτης που θαυμάζει όσους τον κοιτάζουν κι εκείνοι να εθίζονται σ’ αυτόν τον θαυμασμό, πιο επικίνδυνο και από την ηρωίνη».