Ηταν μια πρόταση αναπάντεχη. Ο σκηνοθέτης αγαπούσε το έργο, έμοιαζε όμως εκτός των άμεσων σχεδίων του. Ο ηθοποιός, από την άλλη, το είχε διαβάσει παλιά, χρειάστηκε επομένως να επανέλθει. Κάπως έτσι, ο Βασίλης Ανδρέου, ενόψει μιας ακόμη συνεργασίας με τον Στάθη Λιβαθινό, επιβεβαίωσε ότι ο «Τίμων ο Αθηναίος» του Σαίξπηρ (και εν μέρει του Τόμας Μίντλτον) είναι καταρχήν ένα κείμενο έντονο, γεμάτο αντιθέσεις και δυσκολίες, αλλά και ιδανικό για όποιον ηθοποιό θέλει να ζήσει μια ωραία περιπέτεια. «Κατάλαβα επίσης γιατί διάλεξε εμένα για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Εχει να κάνει με το βιογραφικό μιας θεατρικής ομάδας, με τον σκηνοθέτη που την παρατηρεί και διαγιγνώσκει πότε ένας ηθοποιός, έπειτα από κάμποσους ρόλους –του Ροβεσπιέρου, του Ηλίθιου, του Ταρτούφου ή του Πρίαμου –έχει την ωριμότητα να παίξει κι έναν άρχοντα πάμπλουτο, που τα χάνει όλα λόγω γενναιοδωρίας και περνάει στο αντίθετό της: το μίσος».
Και όταν λέμε μίσος, το εννοούμε: ο πραγματικός Τίμων, ένας εύπορος αθηναίος πολίτης του 5ου π.Χ. αιώνα, αναφέρεται ως παράδειγμα μισανθρωπίας από τον Αριστοφάνη, τον Στράβωνα, τον Πλούταρχο ή και τον Λουκιανό, ενώ αποτελεί και έμπνευση για χαρακτήρες όπως ο «Δύσκολος» του Μενάνδρου. Το προσωνύμιο «μισάνθρωπος» ωστόσο δεν λέει όλη την αλήθεια. «Το μίσος του πηγάζει από την απύθμενη αγάπη του για τον κόσμο» λέει ο Ανδρέου. «Κατά τη γνώμη του, αφού ο κόσμος δεν μπορεί να γίνει αυτό που αξίζει, πρέπει να αντικρίσει το αντίθετό του, για να διδαχθεί. Οι κατάρες του Τίμωνα προέρχονται από ένα μυαλό ευαίσθητο και εμπύρετο, είναι αφυπνιστικές και δημιουργικές και βγαίνουν με μεγάλο πόνο. Γιατί ζούσε σε μια φούσκα, που έσπασε. Ηταν ένας βασιλιάς με πήλινα πόδια. Πίστευε ότι στη ζωή μπορούμε να εμπιστευόμαστε τους ανθρώπους. Πίστευε ότι γεννηθήκαμε για να κάνουμε το καλό. Το μίσος του είναι καθαγιασμένο. Μοιάζει με εκείνους τους αγίους που κουβαλάνε κι ένα ξίφος».
Στην Αθήνα του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο ήρωάς μας ξόδευε ασυλλόγιστα, για χάρη ανθρώπων παρασιτικών, μέχρι που τα πλούτη του εξανεμίστηκαν και εκείνοι τον εγκατέλειψαν· απομονωμένος σε ένα αγρόκτημα με τα χρειώδη, στηλίτευε διαρκώς την κατάπτωση των ηθών, συμπαθούσε τον Αλκιβιάδη γιατί έλπιζε (μάλλον δικαίως) ότι θα βλάψει την πόλη κι όταν μια μέρα εμφανίστηκε στην Εκκλησία του Δήμου, παρότρυνε όσους συμπολίτες του σκόπευαν να αυτοκτονήσουν να σπεύσουν σε μια συκιά με ιστορικό απαγχονισμών, την οποία επρόκειτο να κόψει. «Πρώτα από όλα όμως, ο Τίμων του έργου μισεί και περιφρονεί τον εαυτό του» διευκρινίζει ο Ανδρέου. «Κανείς δεν σεβάστηκε την απλόχερη αγάπη του. Κι όπου δεν υπάρχει δέος, θα έρθει καταστροφή. Στο σπίτι του έβρισκες μεν πλούτη, φαγητά, θεάματα, αλλά και τέχνες, αγάπη, ουτοπία. Σκόρπαγε το χρήμα για να βγάλει ανθρώπους από τη φυλακή. Για να βλέπει την απίστευτη στιγμή που του λένε “ευχαριστώ”. Γιατί έτρεμε μη μείνει μόνος του».
Ο Σαίξπηρ, από τη μεριά του, αφού διαβάσει καταπώς φαίνεται τους «Βίους παράλληλους» του Πλούταρχου (όπου γίνεται αναφορά στο «τιμώνειο μίσος», διά στόματος του Μάρκου Αντώνιου), περιγράφει στο έργο του έναν άνθρωπο πνευματικό, φιλόδοξο, που θρέφεται από την κολακεία, μέχρι που ύστερα από ένα μεγάλο χαστούκι, γίνεται αναχωρητής, πληρώνοντας τη στάση του. Ορισμένες αντιφάσεις ωστόσο του κειμένου, καθώς και μια αίσθηση ανολοκλήρωτου, έκαναν κάποιους μελετητές να το χαρακτηρίσουν προβληματικό. «Μας δίνει χαρά» λέει ο Ανδρέου «όπως και το γεγονός ότι ο Μίντλτον του προσέδωσε φαρσικά στοιχεία μαύρης κωμωδίας, αλλά και η μικρή παραστασιολογία του –αισθανόμαστε ότι σε λίγες μέρες θα ακουστεί στην οδό Πανεπιστημίου για πρώτη φορά. Τα ζητήματα δομής τα είδαμε ως δώρο. Και κάναμε τα πάντα ώστε να είναι συνεκτικό και να περιλαμβάνει μέσα του ολόκληρους κόσμους».
ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ. Η αντιστοιχία τους με το σήμερα δεν είναι εύκολη. «Δεν θα μιλήσω για ανθρώπους κυνικούς, εύκολα αποστασιοποιημένους, που είναι αιχμηροί, που αποδίδουν “τα του Καίσαρος τω Καίσαρι”» υπογραμμίζει ο ηθοποιός. «Ούτε με έναν πλούσιο που έχασε τα χρήματά του ούτε με κάποιον που οι πολιτικές ιδέες του διαφέρουν από των άλλων. Εδώ μιλάμε για έναν άνθρωπο που καταριέται επειδή εύχεται να ήταν τα πράγματα διαφορετικά. Θα τον συσχέτιζα λοιπόν με τους καλούς κι ευαίσθητους, που διακρίνονται από δόσιμο στους άλλους, αλλά τους έρχεται ο ουρανός σφοντύλι. Ο Τίμων είναι ένας άνθρωπος ποτισμένος με αγάπη, που τον υποχρεώνουν να πει ότι αυτή δεν υπάρχει».
Ο ίδιος πάντως φυσικά και επιλέγει ποια στοιχεία του ρόλου του θα κρατήσει ως άνθρωπος –σχεδόν όπως από τα παραμύθια που άκουγε μικρός επέλεγε τα στοιχεία που τον γοήτευαν. «Απλώς, στην περίπτωση του Τίμωνα, πρέπει να περπατήσω με μεγαλύτερες δρασκελιές για να τον φτάσω» λέει. Κι όλα αυτά, υπό την εποπτεία του σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινού, τον οποίο θεωρεί δάσκαλο: «Ξέρω ότι με παρακολουθεί, βλέπω στο πρόσωπό του την ελπίδα, την κριτική, την αναμονή. Είναι σαν καθρέφτης μου. Δεν υπάρχει καλύτερο feedback από κάποιον που σε ξέρει χρόνια. Αλίμονο βέβαια αν δεν μετακινηθείς ως ηθοποιός. Στο τέλος βαριέσαι και εσύ ο ίδιος».
Ηθοποιός, ναι, και όχι σκηνοθέτης, παρά τα σχετικά εγχειρήματά του στην παράσταση «Ο μικρός εγώ» (βασισμένο στα «Ρέστα» του Ταχτσή), στον «Ματωμένο γάμο» ή και στο «Οδός Ολύμπου 12» (με έμπνευση από την «Ελληνική μυθολογία» του Τσιφόρου). Παρότι επίσης διδάσκει στη σχολή θεάτρου Δήλος ή στο Ωδείο Αθηνών, ο Ανδρέου αισθάνεται περισσότερο παιδαγωγός ή και «κόουτς». Οχι πάντως ότι δεν έχει γνώμη για όσα παραμένουν ίδια και όσα αλλάζουν στις νέες γενιές των ηθοποιών. «Ιδια είναι αυτή η γλυκιά ματαιοδοξία, η χαρά να βρίσκεσαι στη σκηνή, να ξεφεύγεις από την πραγματικότητα, αλλά και η ύπαρξη κάποιων πληγών ή απωλειών από την παιδική ηλικία που σε κάνουν να θέλεις να εκφραστείς» καταλήγει. «Αυτό που έχει αλλάξει και με δυσαρεστεί είναι που οι νέοι ηθοποιοί σχεδόν ξέρουν ακριβώς τι θα κάνουν στο μέλλον. Είτε θα μείνουν άνεργοι, είτε θα παράγουν πολιτισμό σε μικρές ομάδες, προσπαθώντας μόνοι τους για τα πάντα, απλήρωτοι, είτε θα κάνουν ό,τι μπορούν για να πληρώνονται σε παραστάσεις που δεν τους αρέσουν αλλά είναι γνωστές, είτε, τέλος, θα προσπαθήσουν να μπουν σε κάποια dream team, θεωρώντας ότι καλοί είναι λ.χ. μόνο οι σύγχρονοι 35άρηδες. Ολα αυτά όμως είναι μικρές ταρίφες στον χώρο. Λειτουργούν στο μυαλό των ηθοποιών σαν κουτάκια».