Από μια άποψη ο Καμμένος έδειξε τον δρόμο: δεν αφήνεις να παραγάγει αποτελέσματα η συμφωνία στο κόμμα σου, περιμένεις να την απορρίψει «ο λαός των Σκοπίων» για να συνεχιστεί η ζωή από εκεί που την είχες αφήσει πριν από τη συμφωνία. Τότε που οι ΑΝΕΛ χάρασσαν κόκκινες γραμμές στο Μακεδονικό, η ΝΔ ήταν μια αντεθνικιστική μετριοπαθής Κεντροδεξιά και το Κίνημα Αλλαγής ενωμένο –ή τέλος πάντων διασπασμένο σε απείρως μικρότερο βαθμό απ’ ό,τι είναι τώρα.
Αλλά αν η ΝΔ έσπευσε να διατρανώσει το «όχι» στη συμφωνία προσβλέποντας σε ένα κάποιο ακροατήριο, ασφαλώς στη συσπείρωση και του δικού της, το Κίνημα Αλλαγής δεν έχει να προσδοκά σε τίποτε από μια τέτοια βιασύνη. Το «όχι» στην περίπτωσή του διαλύει, δεν συσπειρώνει –εξίσου διαλύει και το «ναι». Και τότε; Γιατί βιάστηκαν οι κιναλίτες να ψηφίσουν σε αυτό το άτυπο εσωτερικό δημοψήφισμα;
Ο ένας λόγος, ο προφανής, είναι ότι κανένας δεν θέλει να μοιάσει στον Καμμένο. Ο άλλος, ο πιο πολιτικός, δεν είναι λιγότερο ψυχολογικός. Οι κιναλίτες συγκατοικούν σε συνθήκες πολιτικής ασφυξίας –όχι τώρα που ήρθε η συμφωνία για να τους υπενθυμίσει πόσο στενό είναι το κοστούμι που έραψαν για τον εαυτό τους, αλλά από την επομένη των εσωκομματικών τους εκλογών. Δεν υπάρχει προοπτική εξουσίας να τους ενώσει και αφού η τρίτη θέση στις εκλογές μπορεί να πει κάτι στη Φώφη Γεννηματά αλλά τίποτε στους υπόλοιπους, η ρήξη φαίνεται να μοιάζει περισσότερο ορατή από ποτέ. Δεν έφερε η συμφωνία τη ρήξη, δεν ήταν αυτή η αιτία. Αλλά στο ΚΙΝΑΛ, τη συμφωνία την περίμεναν πώς και πώς.