Στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η Ελλάδα δονήθηκε από το πρωτοφανές «κίνημα των ταυτοτήτων», του οποίου ηγήθηκε ο τότε αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Στις λαοσυνάξεις της εποχής, η βασική διεκδίκηση ήταν να αναγράφεται το θρήσκευμα στις νέες τότε ταυτότητες –που, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή ντιρεκτίβα, έπρεπε να απαλειφθεί ως προσωπικό δεδομένο.
Ποιος θα το πίστευε τότε ότι ο επιθετικός τρόπος με τον οποίο ο Χριστόδουλος διεκδικούσε τη θρησκευτική σήμανση της Ελληνικής Δημοκρατίας θα γινόταν, σε λίγα χρόνια, κοινή συνισταμένη των συντηρητικών δυνάμεων της Ευρώπης. Η μετανάστευση, η οργάνωση εθνικών και θρησκευτικών κοινοτήτων που διεκδίκησαν το δικαίωμα στον εξαιρετισμό της εθιμοτυπίας τους ακόμα κι αν συγκρούεται με τους νόμους και, ιδίως, ο ισλαμιστικός εξτρεμισμός και η συναφής τρομοκρατία γιγάντωσαν τις δυνάμεις επανοικειοποίησης των εθνικών ταυτοτήτων που θεωρούν ότι χάνονται. Ετσι προέκυψε το Brexit στη Βρετανία, έτσι προέκυψε ο Ορμπαν, έτσι προέκυψε το λαϊκιστικό μέτωπο που κυβερνά σήμερα στην Ιταλία, έτσι αναδύθηκε η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Αλλά έτσι προέκυψαν κι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ –ως εθνοκεντρική απάντηση στη χρεοκοπία της Ελλάδας, ως η δύναμη που θα έλυνε εντός των ορίων της χώρας ό,τι χάθηκε στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Τον εθνοκεντρισμό εκείνης της περιόδου η κυβέρνηση, και διά των δύο συνιστωσών της, τον επαναφέρει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί –τελευταία τον ανακάλεσε ο Αλέξης Τσίπρας στην αιτιολόγηση των χειρισμών του στο Μακεδονικό, κάνοντας λόγο για το ομόδοξο της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ, ενώ υποστήριξε ότι με τη συμφωνία η Ελλάδα παίρνει πίσω «όνομα και ιστορία».
Δεν ξέρω αν ο Πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών, που κυρίως χειρίστηκαν τις επαφές με την ΠΓΔΜ για να προκύψει η ανακοινωθείσα συμφωνία, πιέστηκαν από τους εταίρους, τις ΗΠΑ ή από την ανάγκη να καταγάγουν μια επιτυχία που θα τους πιστωθεί από τους απαυδισμένους δανειστές μας. Εκείνο που είναι βέβαιο, ωστόσο, είναι ότι προκειμένου να σερβίρουν τη συμφωνία στους πολίτες προσπαθούν να τους πείσουν ότι δεν επηρεάζει την ταυτότητά τους, ότι η ταυτότητα των γειτόνων δεν διεκδικεί ανταγωνιστικά στοιχεία της ελληνικής ταυτότητας. Αλλά αν η συμπολίτευση επικαλείται την ταυτότητα, πώς να μην υπερθεματίσει σ’ αυτήν η αντιπολίτευση;
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι ένας αριστοτέχνης της παρέλκυσης. Μπορεί να πει τα πάντα και τα αντίθετά τους, και να βάζει τους αντιπάλους του να τρέχουν, αυτό είναι το μεγάλο ταλέντο του. Φέρνοντας το θέμα του ονόματος της ΠΓΔΜ σε ζητήματα ταυτότητας, όρισε τα όρια της απάντησης των αντιπάλων του. Κατά τη γνώμη μου, γι’ αυτό ανακίνησε το ζήτημα της Μακεδονίας, έτσι, τώρα. Γνωρίζοντας ότι η ΝΔ είναι ένα κόμμα ο βασικός συνεκτικός λόγος του οποίου είναι η εθνικοφροσύνη, έλπισε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα την περιφρονήσει ως δέσμιος της οικογενειακής παράδοσης στο ζήτημα –τροφοδοτώντας κεντρόφυγες δυνάμεις.
Αλλα εκεί την πάτησε. Διότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι, πρωτίστως, οπαδός του πολιτικού πραγματισμού. Αντιλήφθηκε νωρίς την παγίδα και τη μετέτρεψε σε πλεονέκτημα. Αντί να τρέχει να μαζέψει τους αποστάτες από το κόμμα του στο όνομα του Μακεδονικού, έθεσε τις διαμαρτυρίες υπό την υψηλή εποπτεία του. Και τώρα περιμένει τις εκλογές.