Το θέμα των Σκοπίων έχει απασχολήσει τις ελληνικές κυβερνήσεις και την ελληνική διπλωματία τουλάχιστον από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων και πιο πρόσφατα από τα τέλη της δεκαετίας του 1940. Σε διαφορετικές φάσεις της σύγχρονης Ιστορίας μας το ζήτημα αυτό αποτέλεσε μια δυσάρεστη εμπλοκή, που πολλές φορές αντιμετωπίσαμε δυναμικά και άλλες φορές λιγότερο έντονα, εστιάζοντας στα ευρύτερα μεταπολεμικά συμφέροντα της Ελλάδας στην περιοχή των Βαλκανίων και στις απαραίτητες, γενικότερες, προτεραιότητες της εξωτερικής μας πολιτικής.
Η ατυχής προσπάθεια επίλυσης του θέματος το 1992, όταν η οντότητα αυτή είχε απόλυτη ανάγκη διεθνούς αναγνώρισης και θα ήταν διατεθειμένη, ενδεχομένως, να προβεί στις απαραίτητες έναντι των Αθηνών υποχωρήσεις και παραχωρήσεις, ατυχώς χάθηκε με την άρνηση, τότε, της Αθήνας να αποδεχθεί την ονομασία «Νέα Μακεδονία», καθώς και τα υπόλοιπα μέτρα του πακέτου Πινέιρο.
Από τότε μπήκαμε σε έναν ανεμοστρόβιλο παθών, αρχικά ελληνικό και αργότερα σκοπιανό, όπου και οι δύο πλευρές επιχείρησαν μια υπέρμετρη εθνοκεντρική πλειοδοσία, ιδιαίτερα όμως με τον επιθετικό αλυτρωτισμό και τις αρχαϊκές ακρότητες των Σκοπίων, τα προβληματικά και εχθρικά σχολικά εγχειρίδιά τους και τη γενικότερη αρνητική κινητοποίηση της σκοπιανής κοινωνίας έναντι της Ελλάδας. Αντίστοιχα, από την ελληνική πλευρά, ναι μεν ο επιχειρηματικός κόσμος «κατέκτησε» τα Σκόπια με ποικίλες επενδύσεις, όμως στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών παρέμειναν οι γνωστές αγκυλώσεις του παρελθόντος, όπου ορισμένα πολιτικά κόμματα, μερίδα της κοινωνίας, αλλά και της Εκκλησίας δεν επέτρεψαν, διαχρονικά, να θεραπευθεί η πληγή αυτή και τη διατήρησαν ανοιχτή. Τα λάθη του παρελθόντος, τόσο από πλευράς Σκοπίων όσο και από πλευράς Αθηνών, δεν θα ξεπερασθούν με ένα απλό φύσημα του αγέρα.
Σε ό,τι αφορά την ονομασία, θα ήθελα να απέχει από έναν απλό γεωγραφικό προσδιορισμό (Βόρεια, Ανω κ.λπ.), διότι αυτό διαιωνίζει την ύπαρξη μιας «άλλης» γεωγραφικής Μακεδονίας, που βρίσκεται ακόμη σε «ξένα χέρια». Θα προτιμούσα λοιπόν τη χρήση του όρου «Νέα», και μάλιστα κατά προτίμηση στη σλαβική γλώσσα, διότι τούτο υπονοεί μιαν «άλλη» Μακεδονία, δηλαδή διαφορετική και μεταγενέστερη της αρχαίας ελληνικής, που είναι και το σοβαρότερη στοιχείο της διαφοροποίησης. Σ’ αυτή τη γραμμή κινήθηκε άλλωστε και ο πορτογάλος υπουργός Εξωτερικών Πινέιρο στο σχέδιο του έτους 1992, που είχε τη γνωστή, άτυχη πορεία. Πιστεύω ότι ως χώρα μπορούμε κάλλιστα να λύσουμε, σήμερα, αυτό που αποτύχαμε να λύσουμε το 1992, οπότε και υπήρχε ένα πολύ ευνοϊκότερο γεωπολιτικό, περιφερειακό και διεθνές περιβάλλον, αρκεί να κινηθούμε βλέποντας εποικοδομητικά προς το μέλλον και χωρίς τον φόβο των ομάδων εκείνων που κινητοποιούνται δυναμικά και αρνητικά, τρομοκρατώντας τις κυβερνήσεις, τα πολιτικά κόμματα και τους πολίτες εκείνους που ανησυχούν για το μέλλον και την ασφάλεια του τόπου και συντάσσονται αναγκαστικά με την «ακινησία».
Θα πρέπει λοιπόν να αναζητήσουμε τις λύσεις εκείνες που αφορούν τους πολλούς μέσα στη χώρα μας και όχι τις ομάδες. Και να τις αναζητήσουμε μέσω κατάλληλων και ασφαλών διευθετήσεων, συμφωνιών και ρυθμίσεων, απαιτώντας την κατάργηση των απαράδεκτων αλυτρωτικών συνθημάτων και των ιστορικών ακροτήτων, επιδιώκοντας την εξεύρεση αποδεκτής σε μας λύσης του ζητήματος της ονομασίας, erga omnes. Λύσεις, που θα είναι ωφέλιμες για την Ελλάδα και τους Ελληνες μακροπρόθεσμα. Και που θα εξασφαλίσουν τη χώρα, μέσα σε μια ευρύτερη περιοχή όπου αυξάνονται συνεχώς οι διάφοροι, πολλές φορές κακόβουλοι παίκτες, οι οποίοι ευδοκιμούν όταν παρουσιάζονται τέτοια άλυτα θέματα και τα εκμεταλλεύονται ανάλογα.
Ο Ιωάννης – Αλέξιος Ζέπος είναι πρέσβης επί τιμή, πρώην γενικός γραμματέας του υπουργείου Εξωτερικών, πρόεδρος της Κίνησης Πολιτών για μια Ανοικτή Κοινωνία.

Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από την ομιλία του στο δεύτερο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση, που οργανώθηκε αυτή την εβδομάδα με τίτλο «Η Ελλάδα Μετά ΙΙ».