Θα έτριζαν άραγε τα κόκαλα του Μεγαλέξαντρου με τη συμφωνία με τα Σκόπια; Θα σηκωνόταν απ’ τον τάφο του και θα μας έπαιρνε στο κυνήγι; Πολύ αμφιβάλλω. Ενας τέτοιος παράφορος ταξιδευτής – κατακτητής, εάν έμπαινε στον κόπο να αναστηθεί στο σήμερα, μάλλον θα βάφτιζε το διαστημόπλοιό του Βουκεφάλα και θα αποικούσε άλλους πλανήτες παρά θα ασχολιόταν με το ποιος διεκδικεί τον τίτλο του γνήσιου απογόνου του. Η σχέση του άλλωστε με την ιδιαίτερη πατρίδα του ήταν προφανής: Τις πόλεις που θεμελίωσε κατά την εκστρατεία του δεν τις ονόμασε Πέλλες ουδέ καν Φιλιππιάδες για να τιμήσει τον μπαμπά του. Αλεξάνδρειες τις είπε. «Η αριστοκρατική μου καταγωγή ξεκινάει από εμένα!» είχε καυχηθεί ένας άλλος Μεγάλος της Ιστορίας, ο Ναπολέων Βοναπάρτης.
Εάν μιλάμε για την ευγενέστερη μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, τον Ιωνα Δραγούμη (τη μνήμη του οποίου ατυχώς καπηλεύεται η Ακρα Δεξιά), ο Ιων ήταν κατηγορηματικός: Μεγαλύτερη απειλή για την Ελλάδα θεωρούσε τον πανσλαβισμό. Θα επέχαιρε συνεπώς έτσι κι αλλιώς για τον εναγκαλισμό της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση και από το ΝΑΤΟ που κόβει τις ορέξεις του Πούτιν.
Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει χειρότερο από το να χαράζουμε την πορεία μας προς το μέλλον συνομιλώντας με τα εικονίσματα του παρελθόντος. Η κάθε προσωπικότητα –και η πιο χαρισματική και η πλέον διορατική –δρα στον καιρό της υπό τις συνθήκες που τότε και μόνον τότε επικρατούν. Οι παρακαταθήκες που αφήνει στους μεταγενέστερους σχετική αξία διαθέτουν.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο γεωγραφικός χώρος που καλείται Μακεδονία αποτελούσε ένα μωσαϊκό φυλών, γλωσσών, θρησκειών και δογμάτων. Ο αγώνας για την αφύπνιση της ελληνικής συνείδησης σε όσο το δυνατόν ευρύτερους πληθυσμούς είχε αναμφίβολα επείγον νόημα για εμάς.
Με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας διεθνείς συνθήκες καθόρισαν τα νέα σύνορα. Η ανταλλαγή των πληθυσμών πέτυχε ουσιαστικά την εθνική ομογενοποίηση –το τμήμα της Μακεδονίας που επιδικάστηκε στην Ελλάδα εκκενώθηκε από αλλόφυλους και εποικίσθηκε από ξεριζωμένους. Πόντιους, Μικρασιάτες, ομογενείς από τη Βουλγαρία και από την Ανατολική Θράκη. Η Θεσσαλονίκη –που όταν, το 1912, μπήκαν οι φαντάροι μας με επικεφαλής τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, ήταν η πολυεθνικότερη πόλη των Βαλκανίων –σε λίγα χρόνια είχε απολύτως εξελληνισθεί. Η τελευταία βίαια πράξη του μακεδονικού δράματος διαδραματίσθηκε στον Γράμμο και στο Βίτσι. Με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού το 1949, οι σλαβόφωνοι που είχαν πυκνώσει τις τάξεις του αναζήτησαν καταφύγιο στις όμορες «σοσιαλιστικές δημοκρατίες».
Εδώ και επτά τουλάχιστον δεκαετίες, η ελληνική Μακεδονία αποτελεί μια μήτρα εύφορη, που γεννάει πλούτο στην οικονομία και στην τέχνη. Οι εκ καταγωγής αυτόχθονες έχουν αναμειχθεί με τους γόνους των προσφύγων κι όλοι μαζί έχουν φτιάξει ένα εξαιρετικό χαρμάνι. Ακόμα και στις πιο ζόρικες περιόδους, ο τόπος διατηρεί τον δυναμισμό του, βρίσκει τις διεξόδους του, επιμένει να δημιουργεί και να εμπνέει.
Η Μακεδονία μας είναι για μένα οι γεύσεις και τα αρώματα που έρχονται από την Ανατολή και δροσερεύουν από το αεράκι του κάμπου. Είναι οι Σέρρες με τους ακανέδες, τις μπουγάτσες, τα αποστακτήρια τσίπουρου. Είναι η καλλονή Καβάλα, η Δράμα με τα γάργαρα νερά της, η Βέροια με τα φρούτα της, η Εδεσσα με τους καταρράκτες, η Θάσος που τα καλοκαίρια της έχει απαράμιλλα υμνήσει ο Βασίλης Βασιλικός. Η κλωστοϋφαντουργική παράδοση της Νάουσας η οποία θα όφειλε να ξαναζωντανέψει, τα αμπέλια που απλώνονται εδώ κι εκεί και προοιωνίζονται ένδοξους καιρούς για το ελληνικό κρασί. Είναι οι Πρέσπες, άκρως υποβλητικές, και ο Αθως που υψώνεται πέρα θαρρείς από τον χρόνο…
Είναι η Θεσσαλονίκη. Του Ιωάννου, του Πεντζίκη, του Σαββόπουλου. Η Θεσσαλονίκη, όπως μεσοπολεμικά την περιγράφει ο Καραγάτσης στον «Γιούγκερμαν» κι όπως τη ζωντανεύουν στις σελίδες τους ο Σκαμπαρδώνης και ο Κοροβίνης. Είναι τα Ξύλινα Σπαθιά με το «Φωτιά στο Λιμάνι», ο Νίκος Παπάζογλου, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου και η Εκθεση Βιβλίου.
Μια τέτοια ελληνική Μακεδονία δεν έχει από κανέναν να ζηλέψει. Δεν έχει τίποτα να φοβηθεί. Παρά μονάχα ίσως τη δική της σκοτεινή όψη. Τις στείρες, μισαλλόδοξες δυνάμεις που αντιποιούμενες ευλάβεια και πατριωτισμό βγαίνουν από το περιθώριο και διεκδικούν τα κουμάντα.
Η προχθεσινή συμφωνία με τα Σκόπια ίσως και να είναι κακή. Μα και καλή να ήταν, μην έχουμε αμφιβολία ότι εκείνες οι δυνάμεις θα την έριχναν στο πυρ το εξώτερο εφόσον όρος για την ύπαρξή τους είναι η αέναη κατάσταση πολιορκίας, έστω και φανταστική. Η καχυποψία. Η εχθροπάθεια.
Για να το θέσω επιγραμματικά. Προτιμώ να με εμπνέει για τη Μακεδονία μας ο Βασίλης Τσιτσάνης με το «Μπαξέ τσιφλίκι» του παρά να με τρομάζει ένας πολιτευτής ντυμένος Ζορό.