«Η αλήθεια είναι», μου έλεγε ο Στόγιαν Αντοφ, ο πρώτος πρόεδρος της Βουλής των Σκοπίων μετά την ανεξαρτησία της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, «ότι από την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 κι ύστερα καμία ηγεσία στη χώρα μας δεν είχε ούτε το κίνητρο ούτε τη βούληση για έναν συμβιβασμό με την Ελλάδα στο θέμα του ονόματος». Για να προσθέσει αμέσως: «Αλλά ούτε και το 1992 ή το 1993 υπήρχε από την πλευρά μας πραγματική διάθεση για συμβιβασμό».
Από αυτήν την άποψη είχε δίκιο ο Αλέξης Τσίπρας όταν στο ξεκίνημα της συνέντευξής του στην ΕΡΤ, την Τετάρτη, έλεγε: «αισθάνομαι τυχερός». Ηταν μάλλον ασυνήθιστο, για κάποιον τόσο επιρρεπή στη μεγαλαυχία όσο εκείνος, να αποδίδει σε άλλον, στην τύχη έστω, κάτι που ο ίδιος θεωρεί επιτυχία του. Μα είχε δίκιο. Ετυχε, όπως είπε, να είναι Πρωθυπουργός, όταν στην γειτονική χώρα πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη πολιτική αλλαγή. Και η Αθήνα βρήκε, για πρώτη φορά μετά από 25 χρόνια, συνομιλητή στα Σκόπια. Σε αυτά τα σχεδόν 30 χρόνια, απόπειρες διαλόγου υπήρξαν πολλές. Αλλά μόνον δύο φορές, από την Ενδιάμεση Συμφωνία κι ύστερα, ήταν κάτι περισσότερο από προσχηματικές.
Η πρώτη ήταν το 2000-2001. Η έκρηξη των βίαιων εθνοτικών συγκρούσεων Αλβανών – Σλαβομακεδόνων είχε προς στιγμήν φανεί να δίνει κίνητρο στα Σκόπια για επιτάχυνση μιας συμφωνίας. Αλλά η απόπειρα έληξε άδοξα, όταν ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας τούς απάντησε αρνητικά στην τελική πρόταση (που ήταν «Γκόρνα Μακεντόνια») με το απίθανο επιχείρημα «τι θα έλεγε για μένα ο Μέγας Αλέξανδρος αν έλεγα ναι;». Η δεύτερη, το 2007-8, είχε ως αφετηρία το unfair της Ουάσιγκτον να αναγνωρίσει την γειτονική χώρα με το συνταγματικό της όνομα, αφήνοντας την Ελλάδα με την πλάτη στον τοίχο και υπό ασφυκτική πίεση να συναινέσει στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Αλλά το άστρο του Γκρούεφσκι είχε ήδη ανατείλει στα Σκόπια. Και η Αθήνα είχε την αναπάντεχη καλή τύχη να μπορεί να χρεώσει το ναυάγιο στη δική του αδιαλλαξία.
Πέρασαν 10 χρόνια από τότε. Το καθεστώς Γκρούεφσκι, μια αυταρχική και διεφθαρμένη κλεπτοκρατία, ορμπανικού τύπου, έστηνε τη «μακεδονική Ντίσνεϊλαντ» των αγαλμάτων και εικονογραφούσε, έτσι, πολύ πειστικά την κλασική ρήση «ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων». Οι δίαυλοι ήταν κλειστοί. Αλλά το καθεστώς έπεσε. Στην εξουσία ήρθε μια νέα κυβέρνηση, η οποία, στις πρώτες της ώρες, είχε αποτρέψει μια απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον της χάρις στην παρέμβαση δυτικών δυνάμεων. Και για την οποία η ένταξη στους ευρωατλαντικούς οργανισμούς (άρα και η λύση της διαφοράς με την Ελλάδα) ήταν επείγουσα προτεραιότητα και προϋπόθεση πολιτικής επιβίωσης.
Ετσι προέκυψε, για πρώτη φορά, περιβάλλον διαλόγου και προοπτική συμφωνίας σε ένα θέμα που οι περισσότεροι διεθνείς παρατηρητές θεωρούσαν οριστικά καταδικασμένο να μείνει άλυτο. Ηταν, για την Αθήνα, μια ευκαιρία; Χωρίς αμφιβολία. Την εκμεταλλευθήκαμε; Αμφιβάλλω.
Ολα θα ήταν διαφορετικά αν στην αρχή της διαδικασίας ο Αλέξης Τσίπρας είχε πολιτευθεί με το πνεύμα που διατύπωσε στην αρχή της τηλεοπτικής του συνέντευξης. Αν είχε πει: Είμαι τυχερός, δεν είμαι σαββατογεννημένος. Εχω μια ευκαιρία να διαχειριστώ –ας την διαχειριστώ για τη χώρα, όχι για τον εαυτό μου. Θα είχε καλέσει εξ αρχής τις πολιτικές δυνάμεις, ιδίως εκείνες που κυβέρνησαν και χειρίστηκαν το θέμα και θα είχε διερευνήσει τα περιθώρια συνεννόησης, ώστε τουλάχιστον η διαπραγμάτευση να μείνει, κατά το δυνατόν, εκτός της τρέχουσας πολιτικής αντιπαράθεσης. Εκανε το ακριβώς αντίθετο. Σαν να ήθελε –και προφανώς ήθελε –να απαλλαγεί από κάθε πιθανότητα για συναίνεση, και το θέμα των Σκοπίων να γίνει πεδίο σύγκρουσης, διχασμού, ενίσχυσης των διαχωριστικών γραμμών (κρυπτόμενος ανάμεσα στις οποίες να προστατευθεί και ο μοιραίος Καμμένος).
Αν τα πράγματα είχαν ξεκινήσει αλλιώς, ο τελικός συμβιβασμός δεν θα ήταν, μάλλον, πολύ διαφορετικός. Ισως η συμφωνία να ήταν λιγότερο πρόχειρη και βιαστική. Θα ήταν, όμως, πολύ λιγότερο τραυματική η εγγραφή της στην κοινή συνείδηση, λιγότερο πολωτική, διχαστική η εσωτερική της διαχείριση. Και, προπάντων, η χώρα θα είχε καλύτερες προϋποθέσεις να αντιμετωπίσει στο μέλλον τον κίνδυνο –πολύ πιθανό κίνδυνο –μια εσωτερική πολιτική κρίση στη μέλλουσα Σεβέρνα Μακεντόνια να μπλοκάρει, να παρασύρει σε καθυστερήσεις ή να εκτροχιάσει την εξέλιξη της συμφωνίας, ενώ στο μεταξύ αυτή θα έχει αρχίσει να παράγει αποτελέσματα στην πράξη που θα είναι αδύνατον να ανατραπούν.
Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν, πράγματι, τυχερός. Η συγκυρία τού έδωσε μια σπάνια ευκαιρία. Ηταν τυχερός, επίσης, γιατί κληρονόμησε μια διπλωματική προσπάθεια τριών δεκαετιών η οποία –παρά τα κολοσσιαία πολιτικά λάθη που έγιναν και που μας αιχμαλώτισαν σ’ ένα Τζουράσικ Παρκ της Ιστορίας, των φαντασμάτων της και των παθών της –είχε χτίσει μια στέρεη διπλωματική προπαρασκευή για τη λύση. Μα το αποτέλεσμα φοβάμαι ότι θα είναι να χαθεί η ευκαιρία ακριβώς επειδή ο ευνοημένος της τύχης προτίμησε να βρει πεδίο αντιδικίας με τους προκατόχους του παρά λύση.