Συζητάμε συχνά τι θα ψηφίσουμε στις επόμενες εκλογές: είναι αναπόφευκτο· οι πολίτες πιστεύουν στη δύναμη του εκλογικού τους δικαιώματος. Αλλά, επειδή δεν είμαστε «κανονική χώρα» –έχουμε συμφωνήσει σ’ αυτό μολονότι το νόημα των δύο αυτών λέξεων αποκλίνει μεταξύ κοινωνικών ομάδων και πολιτικών αντιλήψεων –οι εκλογές δεν θα φέρουν ριζικές αλλαγές· σίγουρα, σχεδόν σίγουρα, δεν θα φέρουν κανονικότητα, ομαλότητα· φυσιογνωμία και περιεχόμενο ευρωπαϊκής χώρας που λειτουργεί χωρίς παλαβομάρες. Η πλειοψηφία δεν έχει ούτε διάθεση, ούτε το υπόβαθρο, να αλλάξει νοοτροπία: δέκα χρόνια τώρα αντιστεκόμαστε στον άνεμο αλλαγής με τον ηρωισμό του αυτόχειρα.
Υπάρχουν τρεις λόγοι να ψηφίσει κάποιος που επιζητεί την ευρωπαϊκή κανονικότητα το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας –και πολλοί λόγοι να μην το ψηφίσει. Ο πρώτος λόγος είναι ότι η ΝΔ διατείνεται ότι πιστεύει στον οικονομικό φιλελευθερισμό και ότι, επιτέλους, μετά από δεκαετίες λαϊκιστικού κρατισμού, είναι αποφασισμένη να τον προωθήσει. Σε αυτή τη φάση, χρειαζόμαστε, είτε πλήρη απελευθέρωση της επιχειρηματικότητας, είτε σοσιαλιστικά πεντάχρονα πλάνα· αν το δεύτερο μοιάζει υπερβολικά εξωτικό, μας μένει το πρώτο. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η ΝΔ υπόσχεται εφαρμογή των νόμων, ασφάλεια, ευταξία –και πάλι, μολονότι από οκνηρία και φόβο του λεγόμενου πολιτικού κόστους, η πολιτική της στα θεμελιώδη αυτά ζητήματα δεν διέφερε από εκείνη του ΠΑΣΟΚ, είναι τώρα αποφασισμένη να ακολουθήσει πολιτική δημόσιας τάξης. Ο τρίτος λόγος είναι το παλιό επιχείρημα «να φύγουν αυτοί» και να έρθουν άλλοι: πράγματι, πολλοί Ελληνες –κι εγώ μαζί τους –πιστεύουν ότι πρέπει να φύγουν αυτοί. Σ’ αυτό το σημείο τελειώνουν οι ελπίδες που μπορούμε να εναποθέσουμε στη ΝΔ.
Κατά τα άλλα, παρατηρώ ότι ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, παρά τις εκσυγχρονιστικές του προθέσεις και την καλοήθεια που τον χαρακτηρίζει, σέρνει πίσω του μια ποικιλόμορφη δεξιά, ένα φάσμα που περιέχει σκοταδιστές, υπερσυντηρητικούς, χριστιανορθόδοξους της παλιάς σχολής και, όπως συμβαίνει σε όλα τα κόμματα, ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό από φαιδρά πρόσωπα. Ετσι, ο εκσυγχρονισμός φαίνεται αδύνατος και η ευρωπαϊκή κεντροδεξιά, η «φιλελεύθερη» παράταξη, μοιάζει υπερβολικά με την παραδοσιακή δεξιά –Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια: όλα στον υπερθετικό βαθμό με μια δόση γελοιότητας –η οποία συνέβαλε, με την αμορφωσιά και τη χοντροκοπιά της, στην αριστερή ηγεμονία. Ενίοτε, εμφανίζονται μερικά καινούργια στελέχη· νέοι, έναρθροι, που χάνονται στη δίνη του δεξιού κατεστημένου.
Από την άλλη πλευρά, η εμπειρία μας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ήταν τραυματική και δεν έχει φτάσει ακόμα στο τέλος της. Ομως, οι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ παραμένουν οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ: αυτό είναι το χαρακτηριστικό των οπαδών. Μπροστά στο συντριπτικό κύμα της απαιδευσίας και της ψευτιάς, της δραματικής απομάκρυνσης από την κανονικότητα μιας ευρωπαϊκής χώρας, ένα εντυπωσιακό ποσοστό ψηφοφόρων αποδίδει τα προβλήματά μας στις προηγούμενες κυβερνήσεις, στην ΕΕ, στη διεθνή συγκυρία, στους ψεκασμούς –όχι στον ΣΥΡΙΖΑ πάντως. Πολλοί δεν θέλουν να δουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιδείνωσε τις στραβές νοοτροπίες κι ότι η αριστερή ιδεοληψία, ήδη από το 2008, μάς στοίχισε δεκαετίες καθυστέρησης στον κοινωνικό εκσυγχρονισμό: έτσι, ετοιμάζονται να τον ξαναψηφίσουν· γκρινιάζοντας έστω. Το κεντρικό επιχείρημα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε τίποτα που δεν είχαν κάνει «οι άλλοι», οι κακοί, στο παρελθόν: ρουσφέτια, ψευδολογία, λαϊκισμό, εχθρότητα προς τις επενδύσεις, ενθάρρυνση της ανομίας και τα λοιπά και τα λοιπά. Ενα ακόμα επιχείρημα των αριστερών ψηφοφόρων είναι, φυσικά, τα περί αιμοσταγούς δεξιάς: η κριτική τους στη δεξιά δεν σχετίζεται με το πρόγραμμα και τη σημερινή της δραστηριότητα· σχετίζεται με τα γεγονότα στην εποχή των παππούδων τους· με την ιστορία όπως την κατέγραψαν οι ηττημένοι.
Οι δημοσκοπήσεις, αν κρίνουμε από τη μεροληπτική ειδησεογραφία –αριστερόστροφη ή δεξιόστροφη -, δεν μας δίνουν ακριβείς πληροφορίες· εξάλλου, οι πολίτες εκφράζουν τη διάθεση της στιγμής. Σε τόσο ρευστό περιβάλλον, δεν μπορούμε ούτε να προβλέψουμε τι θα κάνουν τελικά όσοι κλίνουν προς το Κίνημα Αλλαγής –με την προσδοκία ή με την ψευδαίσθηση ότι το πρώην ΠΑΣΟΚ και οι σοσιαλδημοκρατικές ομάδες έχουν συνετιστεί και ωριμάσει –ούτε να ερμηνεύσουμε τι σημαίνουν για την ελληνική κοινωνία τα σταθερά ποσοστά της Χρυσής Αυγής και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Δηλαδή γύρω στο 8% των Ελλήνων είναι καθ’ ομολογία φασίστες; Ή είναι, «απλώς», λουμπενοειδείς σε κατάσταση παροξυσμού κυρίως για την πορεία που έχει πάρει η μετανάστευση; Και το 6,5% είναι, άραγε, καθ’ ομολογία νοσταλγοί του σοβιετικού συστήματος; Ή ψηφίζουν ΚΚΕ για τους προαναφερθέντες παππούδες και επειδή το ΚΚΕ απεικονίζεται στα ΜΜΕ ως «σοβαρό» κόμμα;
Φασίστες υπάρχουν σε όλα τα κόμματα και ζουν ανάμεσά μας. Το γριφώδες ερώτημα για τους έλληνες ευρωπαϊστές, φιλελεύθερους και σοσιαλδημοκράτες, είναι πώς θα τους απομονώσουν: από τη σκοπιά που το βλέπω, οι λιγότεροι φασίστες κινούνται στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας· πλην όμως, δεν αρκεί να μην είσαι φασίστας, πρέπει να είσαι αποφασισμένος και να διαθέτεις τα προσόντα να κάνεις τις ρήξεις και τις συμμαχίες που απαιτούνται. Στις συζητήσεις περί εκλογών, που γίνονται όλο και πιο υποτονικές –πράγμα μάλλον θετικό –αν και καταλαβαίνω πώς και γιατί πολλοί ψηφοφόροι στρέφονται προς τη ΝΔ, διατηρώ επιφυλάξεις. Πιστεύω ότι για να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις στη χώρα, πρέπει να προχωρήσουν παραλλήλως στα κόμματα εξουσίας· αναρωτιέμαι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η χρησιμότητα της ψήφου δεν ισοδυναμεί, ούτε προϋποθέτει την ηθική της ακεραιότητα. Δεν θα έπρεπε να ψηφίζουμε από οργή και απέχθεια: σκοπός δεν είναι μόνο να «φύγουν αυτοί», αλλά να δεσμευτούν στην κατεύθυνση της κανονικότητας εκείνοι που θα τους διαδεχθούν ευνοώντας τη φιλελεύθερη οικονομία, το κράτος προνοίας, τον σεβασμό των συνόρων, την αξιοκρατία, τον δημοσιονομικό ορθολογισμό, την ασφάλεια για τον πολίτη, την τήρηση των νόμων, τον παραμερισμό των θρησκομανών και της Εκκλησίας από την πολιτική ζωή. Αυτονόητα πράγματα –και σχεδόν ανεπίτευκτα δεδομένης της αστοχασιάς και της ιδεολογικής μας φτώχειας.