Στην Ιταλία η «ακροδεξιά» Λέγκα του Βορρά μπήκε στην κυβέρνηση και τα ποσοστά της συνεχίζουν να ανεβαίνουν. Το ίδιο και στην γειτονική Αυστρία με το Κόμμα της Ελευθερίας.
Στη Γερμανία ενενήντα δύο «ακροδεξιοί» βουλευτές έπιασαν στασίδι στη Μπούντεσταγκ –για πρώτη φορά από το τέλος του Πολέμου…
Στη Γαλλία οι Ρεπουμπλικάνοι ανταγωνίζονται σε «ακροδεξιά» ρητορική τον Εθνικό Συναγερμό της Λεπέν.
Στη Δανία, στη Βουλγαρία, τελευταία και στη Σλοβενία, παραδοσιακά κόμματα συνεργάζονται με εθνικιστικά ή ξενοφοβικά «ακροδεξιά» κινήματα ώστε να υπάρξει κυβέρνηση.
Και δεν χρειάζεται να προσμετρήσω την Ουγγαρία και την Πολωνία, αυτές τις ιδιότυπες «ανελεύθερες δημοκρατίες», που παρά ταύτα γίνονται αποδεκτές ή ανεκτές από την ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Τι συνέβη άραγε;
Για ποιον λόγο η πιο αναπτυγμένη, πολιτισμένη, ανεκτική και δημοκρατική ήπειρος του πλανήτη δείχνει όλο και περισσότερο να έλκεται από μια ρητορική την οποία κάποιοι σπεύδουν να χαρακτηρίσουν «ακροδεξιά»;
Γίναμε άραγε όλοι και ξαφνικά ακροδεξιοί; Ή μήπως η «Ακροδεξιά» είναι το πρόσχημα για να μην κοιτάξουμε το πρόβλημα;
Υπάρχουν τρεις τρόποι να δούμε το ζήτημα.
Ο πρώτος είναι ο συριζαίικος. Στο μυαλό τους όποιος δεν συμμερίζεται τις αξίες, τις επιδιώξεις και τις βεβαιότητες μιας θνήσκουσας Αριστεράς είναι ύποπτος «ακροδεξιός» ή εθνικιστής ή ξενόφοβος ή τα χίλια κακά της μοίρας του.
Αν ανοίξει κανείς μια κυβερνητική εφημερίδα (από την «Αυγή» έως την «Εφημερίδα των Συντακτών») η Ελλάδα και η Ευρώπη κατακλύζονται περίπου από τάγματα μελανοχιτώνων.
Προ ημερών μέτρησα σε ένα μόνο φύλλο είκοσι τρεις αναφορές σε «ακροδεξιούς» και «ακροδεξιά» –από τη Χρυσή Αυγή έως τον Σαλβίνι, τον Σαμαρά, τον Γεωργιάδη, τον πρόεδρο του CSU, τον δήμαρχο Αργους, κάτι διαδηλωτές στην Λέσβο, τον Λοβέρδο, τους Πόντιους της Θεσσαλονίκης και τον… Μαρινάκη!
Ακροδεξιός είναι γενικά όποιος δεν γουστάρουμε.
Λέω «συριζαίικος τρόπος» για να καταλαβαινόμαστε. Είναι προφανές πως σε πανευρωπαϊκό επίπεδο αυτή η άσκηση εμπαθούς ηλιθιότητας ασκείται και από άλλους εθελοντές.
Γενικά είναι ένα είδος πολεμικής που εκμεταλλεύεται την παραδοσιακή εχθροπάθεια της Αριστεράς.
Ο δεύτερος τρόπος είναι ο χαζοχαρούμενος. Ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι, διανοούμενοι και συμβατικοί πολιτικοί αναφέρονται σε μια ιδεατή κοινωνία βικτωριανών φαβιανών και στηλιτεύουν τους αποκλίνοντες. Στο μυαλό τους δεν υπάρχουν άνθρωποι, πεποιθήσεις, συγκινήσεις, πάθη και προκαταλήψεις. Υπάρχουν μόνο αποστειρωμένοι κανόνες πολιτικής και κοινωνικής ορθότητας που παραβιάζονται από «ακροδεξιούς».
Αν κάποιος ισχυριστεί ότι δεν αισθάνεται ασφαλής με διακόσιους πρόσφυγες στη γειτονιά του, ούτε ενθουσιάζεται με το ενδεχόμενο ο γιος του Βαγγέλης να μεταλλαχθεί σε Αναμπέλα, κινδυνεύει να τεθεί εκτός του πλαισίου αποδοχής και ανοχής.
Η ένστασή του ή έστω η δυσφορία του δεν κουβεντιάζεται, διότι δεν θεωρείται καν αντικείμενο συζήτησης. Απαξιώνεται. Απορρίπτεται. Διαγράφεται εκ προοιμίου.
Κατά προέκταση, η ευκολία με την οποία βαπτίζονται «εθνικιστές» ή «εθνικολαϊκοί» όσοι συγκινούνται με τα ταυτοτικά ζητήματα (από την Καταλωνία και τη Φλάνδρα έως τη Μακεδονία) είναι όχι μόνο κωμική, αλλά και βαθιά ανορθολογική.
Είναι άλλο πράγμα ο ιδεολογικός εθνικισμός, ο οποίος έχει αιματοκυλίσει την Ευρώπη. Κι άλλο πράγμα η ισχυρή αίσθηση ή η αναζήτηση της ταυτότητας του καθενός μέσα στον σύγχρονο κόσμο.
Ενας Πόντιος της Καλαμαριάς ή της Καλλιθέας βιώνει με τον δικό του τρόπο μια ποντιακή ιδιαιτερότητα, η οποία δεν του κληροδοτήθηκε από ημερίδες του Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών αλλά από τις αφηγήσεις της γιαγιάς και τους θρύλους της οικογένειας.
Τον συγκινεί η σκούφια του, χωρίς να θέλει απαραιτήτως να καταλάβει την Τραπεζούντα.
Ποιος θα κρίνει λοιπόν ποιος έχει δίκιο; Ποιος θα ορίσει το ορθό βίωμα ή τη σωστή ταυτότητα; Μήπως κάποιος καθηγητής Ευρωπαϊκών Θεσμών στο Πάντειο;
Ο τρίτος τρόπος είναι ο μερκελικός –εκ της ομωνύμου καγκελαρίου… Τον χρησιμοποιώ για να χαρακτηρίσω έναν τρόπο διακυβέρνησης και πολιτικής απογυμνωμένο από ιδεολογικά ή συγκινησιακά ή ταυτοτικά ζητήματα κι επικεντρωμένο σε μια μετρήσιμη αποτελεσματικότητα.
Τα πράγματα είναι «προβλήματα» στα οποία η «καλή πολιτική» δίνει «λύσεις». Ακριβώς όπως τώρα με το Σκοπιανό: ένα μέρος της Ευρώπης το αντιμετωπίζει ως «ενόχληση» που «πρέπει να κλείσει». Ή ως δείγμα πολιτικής ανορθογραφίας που υπάρχει (υποθέτω) για λόγους ανεγκέφαλων σκοπιμοτήτων.
Επί πολλές δεκαετίες η γερμανική πολιτική ζωή έζησε με το δόγμα «κανένας στα δεξιά της CDU». Η ιδέα ήταν προφανώς επιτυχής. Αλλά μπάταρε για δυο λόγους.
Πρώτον, τα αποτελέσματα έπαψαν να είναι μετρήσιμα –με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το Μεταναστευτικό.
Δεύτερον, η μετακίνηση της Μέρκελ στο κέντρο της πολιτικής σκηνής (κυρίως λόγω νοοτροπίας, χαρακτήρα και σκοπιμότητας) άφησε έναν τεράστιο πολιτικό χώρο «στα δεξιά της CDU» που δεν ήταν δυνατόν να μην καλυφθεί.
Αυτό συνέβη στις τελευταίες εκλογές. Κι αυτό συμβαίνει σε όλες τις τελευταίες εκλογές στην Ευρώπη. Οι άνθρωποι αισθάνονται ότι δεν εκπροσωπούνται. Οτι τα προβλήματα, οι φόβοι κι οι ευαισθησίες τους δεν λαμβάνονται υπόψη. Θέλουν φωνή. Παρουσία. Ταυτότητα. Υπαρξη.
Θέλουν να ακούγονται χωρίς να κρίνονται.
Και οι εκπρόσωποι τους απαντούν «δεν φταίμε εμείς, φταίτε εσείς που είστε ακροδεξιοί, ξενοφοβικοί, εθνικιστές». Που «δεν καταλαβαίνετε ότι το Σκοπιανό ή η πολυπολιτισμικότητα είναι ευκαιρίες». Που «σας τρομάζει ο έγχρωμος στο κάτω διαμέρισμα». Που είστε καχύποπτοι στην αλλαγή ταυτότητας φύλου.
Τι θα κάνουν λοιπόν οι άνθρωποι χωρίς φωνή; Χωρίς ταυτότητα; Χωρίς ένα αφτί να τους ακούσει; Θα ψάξουν προφανώς για άλλους εκπροσώπους. Κι αν είναι και πραγματικοί «ακροδεξιοί», κομμάτια να γίνει!