Στην κούνια κατά προτίμησιν. Μόλις γεννιούνται, χραπ τα βουτάμε απ’ τον λαιμό και ξεμπερδεύουμε. Αν δεν το κάνουμε έγκαιρα τότε αυτά μεγαλώνουν, γίνονται 13 χρονών και παίρνουν αθώο κοσμάκη στο λαιμό τους. Ορίστε τώρα με τον χασάπη από την Αμφισσα. Τον βάλαμε σε μπελάδες τον άνθρωπο, μέχρι φυλακή θα τον στείλει η γαϊδουριά των Τσιγγάνων.
Κι εντάξει, δεν λέμε ότι είναι κι αθώος, αλλά μη φτάσουμε και στο άλλο άκρο. Οταν σκοτώνεις άνθρωπο είσαι ένοχος. Οταν σκοτώνεις Ρομά είσαι λιγότερο ένοχος. Κι αν αυτό ήταν όντως ένα κράτος δικαίου ούτε φυλακές ούτε τίποτα: το πολύ πολύ ένα πρόστιμο κι έξω απ’ την πόρτα.
Σοβαρά τώρα, ένα 13χρονο κοριτσάκι ξέρεις τι ζημιά μπορεί να κάνει σ’ έναν φιλήσυχο έλληνα πολίτη; Μην το βλέπεις έτσι μικρό κι αθώο στη φωτογραφία. Στάχτη στα μάτια είναι η εικόνα της μικρούλας με το κίτρινο μπλουζάκι που έχει μια χρυσαφιά γατούλα στάμπα. Καμουφλάζ τα ρουχαλάκια για να κρύψει πρώτον την εγκληματική της ψυχή και δεύτερον ένα Καλάσνικοφ στο σορτσάκι. Στα 13 αυτά γίνονται πολύ επικίνδυνα. Καλά, ξεβρόμισε ο τόπος, δεν το συζητώ, αλλά μην το λέμε δυνατά γιατί δεν κάνει.
Επίσης τα «Ρομάκια» –ζωντανά ή νεκρά –δεν έχουν ούτε όνομα ούτε επίθετο, γι’ αυτό και τα αποκαλούμε συλλήβδην «γυφτάκια», «κατσιβέλια» ή «τουρκόγιουφτους». Είδα κι έπαθα να βρω το ονοματεπώνυμο του παιδιού στο Διαδίκτυο. Παρεμπιπτόντως, Γιαννούλα Καραχάλιου το λένε το κοριτσάκι –σας το λέω μη φάτε κι εσείς μισή μέρα ψάχνοντας. Κι έτσι θα το αποκαλούμε από δω και πέρα, αν δεν υπάρχει αντίρρηση. Τον φονιά του πάλι δεν θα τον αποκαλούμε απολύτως τίποτα, γιατί το όνομα του δεν δημοσιοποιήθηκε μη και μαγαριστεί το παλικάρι. Θα τον φωνάζουμε χαϊδευτικά «ο 34χρονος κρεοπώλης της καρδιάς μας».
Ο 34χρονος κρεοπώλης της καρδιάς μας, λοιπόν, επί μια εβδομάδα κρύβεται στα βουνά και στα λαγκάδια της Γκιώνας –γιατί έτσι είναι ο άντρας ο σωστός, πρώτα σφάζει, μετά λουφάζει. Οπως μας πληροφορούν ορισμένα σάιτ, δεν περνούσε μωρέ καλά εκεί πάνω στο βουνό. Κρύωνε και πείναγε γιατί όσο να πεις τις ρίζες δέντρων δεν τις λες και χορταστικό σνακ. Ομως, όλως αιφνιδίως, ξυπνάει ένα πρωί και τσουπ το ‘χει μετανιώσει το φονικό, αλλά πάρα πολύ όμως. Ετσι στα καλά καθούμενα. Θες το κωλόκρυο, θες η δίψα, θες θες η μεταμέλεια, ροβολάει την πλαγιά –απ’ αυτόν βγήκε το «λεβέντης εροβόλαγε» –και παραδίδεται στην Αστυνομία.
Το παρακάτω έχει το ζουμί. Οταν 34χρονος κρεοπώλης της καρδιάς μας προσέρχεται στο δικαστικό μέγαρο της Αμφισσας οι παριστάμενοι τον αποθεώνουν. Χειροκροτήματα, επευφημίες, ευχές ο Θεός να σε φυλάει καμάρι μου –διότι αν δεν φυλάξει ο Θεός τον φονιά ποιον θα φυλάξει, το παιδί; Εγινε ήρωας. Κανονικά. Οχι γιατί πολέμησε γενναία, όχι γιατί «θυσιάστηκε για την πατρίδα», ούτε καν γιατί έσωσε γατάκι από φρεάτιο. Εγινε ήρωας επειδή εν ψυχρώ δολοφόνησε ένα παιδί.
Συγχωρέσετε αλλά δεν την ξέρω εγώ αυτή τη χώρα. Δεν την ξέρω αυτή την Ελλάδα του 21ου αιώνα, δεν κατοικώ εδώ –κι αν κατοικώ κάνω πως δεν με βλέπω. Οπως κάνω πως δεν βλέπω αυτά τα ρατσιστόμουτρα, αυτά τα τέρατα που ζουν δίπλα μου. Και ζουν δίπλα μου γιατί εγώ τους το έχω επιτρέψει. Εγώ μοιράζομαι μαζί τους τον αέρα που αναπνέω. Εγώ τους αφήνω όλο και περισσότερο χώρο για να φυτέψουν τα άνθη του κακού. Εγώ, με την αδράνεια και την παθητικότητά μου, ανέχομαι τον φασίστα της διπλανής πόρτας να θεοποιεί έναν φονιά μόνο και μόνο επειδή αυτός σκότωσε ένα παιδάκι με χρυσαφιά γατούλα στη μπλούζα. Και που το λένε Γιαννούλα Καραχάλιου. Ή πιο σωστά το έλεγαν Γιαννούλα Καραχάλιου.
Ντρέπομαι. Μέχρι να το ξεχάσω τουλάχιστον.