Από νωρίς το πρωί την περασμένη Τετάρτη η οδός Μητροπόλεως παρουσίαζε μια ασυνήθιστα αυξημένη κίνηση πεζών: περαστικοί και περίοικοι, καταστηματάρχες και εργαζόμενοι, ντόπιοι και τουρίστες, κόσμος και ντουνιάς άλλοι ροβόλαγαν με βήμα ταχύ προς τα κάτω και άλλοι είχαν ανοίξει πηγαδάκια και κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα για να μη διαταράξουν την περιρρέουσα γαλήνη και δη τη νεκρική σιγή…
Σ’ ολονών τα χείλη ένα όνομα υπήρχε: ο Παύλος!
Ο κύριος Παύλος (Γιαννακόπουλος) κι ας λένε οι γραμματιζούμενοι πώς όσοι εκδημούν εις Κύριον, παύουν να είναι κύριοι!
Το κυριλίκι, το κιμπαριλίκι, το λακωνικό πείσμα και τη σπαρτιατική λιτότητα ο εκλιπών δεν τα απέκτησε προϊόντος του βίου του, ούτε τα αγόρασε: όλες αυτές τις αρετές θα μπορούσε να τις χρυσοπληρώσει, όπως τους διάσημους παίκτες και προπονητές του μπάσκετ, τους οποίους έφερε στην Ελλάδα, προεξάρχοντος του Ντομινίκ Γουίλκινς.
Δεν είχε ανάγκη όμως να αγοράσει όλα αυτά τα χαρίσματα: τα κληρονόμησε από τον εκ Σελλασίας ορμώμενο πατέρα του και τα ανήγαγε σε ένα αδιαπραγμάτευτο modus vivendi και συνάμα modus lavorandi: τοιουτοτρόπως ανατράφηκε και διαβιούσε εξ απαλών ονύχων, τοιουτοτρόπως εργαζόταν νυχθημερόν, τοιουτοτρόπως διοικούσε, τοιουτοτρόπως αναχώρησε από αυτόν τον μάταιο κόσμο.
Υπήρξε μικρός το δέμας, αλλά όσο μπόι του έλειπε τόσο επιχειρηματικό δαιμόνιο, ψυχή και πάθος διέθετε. Στη δεκαετία του ’70, προτού εμπλακεί επισήμως στα κοινά του Παναθηναϊκού οι παροικούντες την πράσινη Ιερουσαλήμ τον αποκαλούσαν «αόρατο», επειδή έκανε ντόρο δίχως να εμφανίζεται και χωρίς να διαθέτει κάποια επίσημη διοικητική ιδιότητα.
Τότε ήταν ένας απλός φίλαθλος και συν τω χρόνω έγινε οπαδός, μεταλαμπαδεύοντας και κληροδοτώντας αυτή την ιδιότητα στον μοναχογιό του, τον νυν μεγαλομέτοχο της ΚΑΕ και νεόκοπο πρόεδρο του Ερασιτέχνη Παναθηναϊκού, Δημήτρη.
Ως εραστής του Παναθηναϊκού ήθελε να δει τον κανακάρη του να βαδίζει στα χνάρια του και λαχταρούσε να τον καμαρώσει πρόεδρο του Ερασιτέχνη, μια θέση την οποία και ο ίδιος, στις 10 Ιουνίου του 1987 χρησιμοποίησε ως όχημα για να καταστεί ο αρχηγέτης της μπασκετικής δυναστείας και ούτως ειπείν, ο Πατριάρχης του συλλόγου.
Αυτός ο Πατριάρχης εκοιμήθη τα χαράματα της Κυριακής, πλήρης ημερών, πλήρης αθλητικών τίτλων και διακρίσεων, πλήρης επιχειρηματικών επιτευγμάτων, πλήρης οικογενειακής θαλπωρής, πλήρης καθ’ όλα…
Στις περί την Ιερά Μητρόπολη Αθηνών αυτοσχέδιες ομηγύρεις το θέμα συζήτησης δεν ήταν τα πρωταθλήματα, τα Κύπελλα και τα τρόπαια της Ευρωλίγκας που ο Παναθηναϊκός κατέκτησε επί των ημερών του, οι οποίες παρεμπιπτόντως άργησαν εννέα ολόκληρα χρόνια (1987-1996) να καταστούν ένδοξες και όπως είχε εξομολογηθεί ο ίδιος, «εάν εκείνο το βράδυ της 11ης Απριλίου του 1996 στο Μπερσί του Παρισιού δεν έγερνα πάνω στη γυναίκα μου, τη Δέσποινα, θα είχα λιποθυμήσει και θα με τρέχανε»!
Δεν ήταν θέμα συζήτησης ούτε ο Γουίλκινς, ο Σκοτ, ο Ράτζα, ο Μποντιρόγκα και ο Βράνκοβιτς, μάλιστα οι δυο τελευταίοι κατηφόριζαν εκείνη την ώρα προς τη Μητρόπολη…
Ο κόσμος δεν κουβέντιαζε ούτε για τον Αλβέρτη, τον Διαμαντίδη, τον Καλάθη που τους είδε να περνούν, ούτε για τον Ομπράντοβιτς ο οποίος είχε προσκυνήσει πρωί πρωί το σεπτό σκήνωμα του επί δεκατρία συναπτά έτη εργοδότη του και (κατά δήλωσή του) δεύτερου πατέρα του.
Το θέμα που κυριαρχούσε ολούθε στα πηγαδάκια ήταν η πατρική αγάπη και οι οικογενειακοί δεσμοί που για τον Παύλο Γιαννακόπουλο αποτελούσαν το ανεξίτηλο οικόσημο και τα αδιαπραγμάτευτα ιερά και όσιά του.
Οποιον κι αν συναναστρεφόταν, από τον διασημότερο παίκτη μέχρι τον θυρωρό της ΒΙΑΝΕΞ, «παιδί μου» τον ανέβαζε, «παιδί μου» τον κατέβαζε και μάλιστα από κεκτημένη ταχύτητα και από συνήθεια το επαναλάμβανε δις…
Παιδί μου, παιδί μου!
Ο εκλιπών δεν είχε πάθη, ήταν από μόνος του ένα πάθος! «Δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν ξενυχτάω, δεν πάω στα μπουζούκια, δεν χαρτοπαίζω, αλλά έχω ένα μεγάλο και αθεράπευτο πάθος: τον Παναθηναϊκό για τον οποίο μπορώ να κάνω τα πάντα» έλεγε και το εννοούσε.
Οντως μπορούσε να κάνει τα πάντα και τα έκανε, συμπεριλαμβανομένων και των λαθών ή των εκτροπών που γεννούσαν το πάθος και ο παρορμητισμός του, αλλά εάν ήταν ένας κανονικός, προβλέψιμος και επίπεδος άνθρωπος, ασφαλώς δεν θα είχε δρέψει τόσες δάφνες.
Ο άνθρωπος ο οποίος το 1961 άνοιξε την εταιρεία ΦΑΡΜΑΓΙΑΝ με κεφάλαιο 42.153, έφτασε να χαλάει δισεκατομμύρια δραχμές και ισόποσα ευρώ, «μόνο και μόνο για να χαίρονται και να είναι υπερήφανοι οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού»!
Εμφορείτο κιόλας από το γινάτι του 1979 (όταν την ύστατη στιγμή είδε τον ποδοσφαιρικό Παναθηναϊκό να καταλήγει στα χέρια των Βαρδινογιάννηδων), άκουγε επίσης τον κόσμο να φωνάζει «Παύλο θεέ, πάρε την ΠΑΕ» και αφού δεν πήρε την ΠΑΕ, πήρε φαλάγγι τους αντιπάλους του στο μπάσκετ!
Το μέγεθος του Παύλου Γιαννακόπουλου δεν προσδιορίζεται από τους 29 τίτλους που οι Πράσινοι έδρεψαν επί των ημερών του και από το γεγονός ότι πήρε ένα καράβι και το έκανε σαν το υπερωκεάνιο «Queen Mary»!
Οσο μακάβριο και αν φαίνεται, το ποιόν του ανδρός που από την περασμένη Τετάρτη αναπαύεται εν ειρήνη στην αττική γη αποτιμάται από την πανδημία της κηδείας του!
Το πλήθος του κόσμου που συνέρευσε στην εξόδιο ακολουθία και ενδεχομένως δεν προερχόταν μονάχα από τις τάξεις του Παναθηναϊκού, αυτό ακριβώς αποδεικνύει: τη σημαντικότητα της προσφοράς του στον αθλητισμό και στην κοινωνία, τη μεγαλοσύνη και την οικουμενικότητά του.
Πάνω από 15.000 άνθρωποι, πάνω από 3.500 στεφάνια, πάνω από δέκα ώρες στο πόδι για μια πόλη, μια χώρα και έναν λαό που έκλιναν ευλαβικά το γόνυ για να κατευοδώσουν τον κορυφαίο αθλητικό παράγοντα, τον σπουδαίο επιχειρηματία, τον άνθρωπο ο οποίος από πλανόδιος πλασιέ έγινε μέγας και τρανός, τον ευπατρίδη, ο οποίος με το φευγιό του σκόρπισε θλίψη και ορφάνια…