«Αυτό που εμείς οι δημοσιογράφοι γνωρίζαμε ανέκαθεν είναι ότι σε όλες τις περιόδους ριζοσπαστικών αλλαγών, σε όλους τους βίαιους μετασχηματισμούς σαν κι αυτόν που ζούμε, υπάρχουν συνήθως νεκροί. Δεκάδες νεκροί στον δρόμο. Και η ερώτηση που κάνουμε στον εαυτό μας δεν είναι πόσοι δημοσιογράφοι θα επιβιώσουν (θα είναι πολλοί), αλλά αν μεταξύ των θυμάτων θα είναι και η ίδια η δημοσιογραφία, καθώς οι μετασχηματισμοί προκαλούν την απορρόφησή της από κάτι πολύ εκτενέστερο και πολύ διαφορετικό, την επικοινωνία. Το πιο θλιβερό θα είναι αν, φοβούμενοι ότι θα μας σκοτώσουν, καταλήξουμε να ρίξουμε εμείς τη χαριστική βολή στη δημοσιογραφία».
Αυτά τα λόγια απηύθυνε πριν από μερικά χρόνια η Σολεδάδ Γκαγέγο – Ντίαθ στους φοιτητές της μεταπτυχιακής Σχολής Δημοσιογραφίας της «Ελ Παΐς». Μεταξύ των ιδρυτικών στελεχών της ισπανικής εφημερίδας, ανταποκρίτρια μέχρι πριν από λίγους μήνες στο Μπουένος Αϊρες, η 67χρονη δημοσιογράφος έχει κάνει τα πάντα στην καριέρα της: συντάκτρια, ρεπόρτερ, αρθρογράφος, αρχισυντάκτρια και διευθύντρια σύνταξης. Εδώ και λίγες ημέρες είναι η νέα διευθύντρια της εμβληματικής ισπανικής εφημερίδας. Ο διορισμός της εγκρίθηκε από το σύνολο σχεδόν των 300 δημοσιογράφων της εφημερίδας. Στην ψηφοφορία που πραγματοποιήθηκε συγκέντρωσε 97,2% των ψήφων. Περισσότερο απ’ όλα, όμως, της άρεσε πάντα να γράφει.
Γεννήθηκε στη Μαδρίτη. Η μητέρα της ήταν Κουβανή που έφθασε στην ισπανική πρωτεύουσα το 1936, όπου γνώρισε τον σύζυγό της και πατέρα της Σολεδάδ, έναν νέο «μαθηματικό και κομμουνιστή», σύμφωνα με τα λόγια της. Η δημοσιογραφική καριέρα της 67χρονης Σολεδάδ συνδέεται με την «Ελ Παΐς» για περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες. Σπούδασε δημοσιογραφία και ξεκίνησε να εργάζεται εκεί με την ίδρυση της εφημερίδας το 1976 ως συνεργάτις για πολιτικά θέματα. Εκανε κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ και ήταν παρούσα στις πιο έντονες στιγμές της μετάβασης της Ισπανίας από τη δικτατορία στη δημοκρατία. Μάλιστα, ήταν εκείνη που αποκλειστικά δημοσίευσε πρώτη το προσχέδιο για το ισπανικό Σύνταγμα του 1978.
Την επόμενη χρονιά έγινε ανταποκρίτρια της «Ελ Παΐς» στις Βρυξέλλες και αργότερα στο Λονδίνο και το Παρίσι. Οταν επέστρεψε στη Μαδρίτη, ήταν αρχισυντάκτρια επί πέντε χρόνια, όμως και πάλι τα ταξίδια την καλούσαν. Εγινε και πάλι ανταποκρίτρια, αυτή τη φορά στη Νέα Υόρκη και κατόπιν στο Μπουένος Αϊρες, για να επιστρέψει στην Ισπανία και να γίνει υποδιευθύντρια της εφημερίδας. Η πένα της και η πάντα καλά πληροφορημένη στήλη της έκαναν τη Σολεδάδ Γκαγέγο – Ντίαθ μία από τις πιο αναγνωρίσιμες ισπανίδες δημοσιογράφους.
«Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αυτοκτονήσουμε» έλεγε σε μια τηλεοπτική της εμφάνιση. «Ο πρώτος είναι να πιστέψουμε ότι η δημοσιογραφία είναι “δικιά μας”, ανήκει δηλαδή σε μια συγκεκριμένη γενιά επαγγελματιών που την προστατεύει από τις αλλαγές και τις καινούργιες επιρροές. Το πρόβλημα δεν είναι αν θα εξακολουθήσει να υπάρχει η δημοσιογραφία με τη μορφή χαρτιού ή ταμπλέτας, αλλά τι είναι η δημοσιογραφία σ’ αυτήν τη νέα εποχή, πώς την επηρεάζουν τα νέα εργαλεία και οι νέες διεργασίες και κατά πόσο αυτά τα εργαλεία μπορούν να επηρεάσουν ή και να διαλύσουν τους βασικούς κανόνες του επαγγέλματος».
Θεωρεί και το έχει δηλώσει επανειλημμένα, προκαλώντας αντιδράσεις, ότι η δημοσιογραφία δεν διδάσκεται στο πανεπιστήμιο. «Κάθε φορά που το λέω αυτό, θέλουν να με φάνε. Η δημοσιογραφία δεν περιλαμβάνει αρκετή θεωρητική γνώση ώστε να τη σπουδάζεις τέσσερα και πέντε χρόνια. Οσα ξέρει κάποιος είναι καλά, αλλά την πραγματική δημοσιογραφία τη μαθαίνεις μόνο εμπειρικά, μόνο στον δρόμο». Ποιες είναι λοιπόν οι απαραίτητες ποιότητες για έναν δημοσιογράφο; «Η περιέργεια. Η αίσθηση δικαιοσύνης. Με ενοχλεί όταν κάποιοι λένε πως οι ρεπόρτερ πρέπει να ελίσσονται και να λένε και κάνα ψέμα. Οχι, γι’ αυτό έχουμε φθάσει να μας θεωρούν ανέντιμους. Χρειάζεται ένα είδος αγανάκτησης και η επιθυμία να περιγράψεις τα πράγματα που βλέπεις. Να τα περιγράψεις βάσει κάποιων κανόνων και να εξετάσεις το βάθος τους».
Η εφημερίδα της Κεντροαριστεράς έχει μια ταραγμένη σχέση κατά καιρούς με τα κόμματα. Ακόμα και όταν η «Ελ Παΐς» διέκοψε τις σχέσεις με το Λαϊκό Κόμμα, η Σολεδάδ διατήρησε πολύ καλά τις επαφές της μέσα σε αυτό. Διότι, όπως εξηγεί, είχε μαζί τους για πολλά χρόνια φτιάξει μια σχέση. Δεν πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει φιλία μεταξύ ενός δημοσιογράφου και ενός πολιτικού. Απλά μια σχέση σεβασμού και εκτίμησης. Και ίσως εμπιστοσύνης.
«Ενας άλλος κίνδυνος», θεωρεί, «είναι να μπερδέψουμε τη δημοσιογραφία με την επικοινωνία: η πρώτη έχει αρχές και συγκεκριμένους στόχους. Για να αποφεύγει τις κακοτοπιές, καλό είναι ο επαγγελματίας δημοσιογράφος να μη νιώθει ότι έχει απέναντί του πελάτες ή καταναλωτές, αλλά αναγνώστες, ακροατές και τηλεθεατές. Καλό είναι επίσης να μη θεωρεί ότι μπορεί η ερασιτεχνική δημοσιογραφία να αντικαταστήσει την επαγγελματική».
Βλέποντας τόσο κιτρινισμό γύρω, τελικά πιστεύει ότι στο κοινό δίνεται αυτό που το κοινό θέλει; «Οχι. Είναι χρέος μας να δίνουμε αυτά που πιστεύουμε ότι αξίζουν». Πριν από μερικά χρόνια τής είχαν προτείνει και πάλι τη διεύθυνση της «Ελ Παΐς». Τότε είχε αρνηθεί. Τι την έκανε τώρα να αλλάξει γνώμη; «Το χάος στο οποίο βρισκόμαστε. Μ’ αρέσει να λύνω προβλήματα και να βάζω τάξη στο χάος».