Θα ‘ταν καμιά-δυο μέρες πριν από εκείνη την κατανυκτική βραδιά, που αριβάρισε μεσημεριάτικα από τη δουλειά του ο συχωρεμένος ο πατέρας μου κουβαλώντας ένα μεγάλο κουτί και το άφησε ξεφυσώντας από την κούραση στο χολ του σπιτιού μας…
«Τι ‘ν’ τούτο;» αναρωτήθηκα με την περιέργεια των επτά χρόνων μου. Αραγε κάποιο παιχνίδι; Ή μήπως κανένα ποδήλατο, το οποίο τώρα που το συνειδητοποιώ δεν είχα ποτέ στη ζωή μου!
Ναι, πράγματι, δεν έτυχε ποτέ να μου πάρει κάποιος ένα ποδήλατο και ντρεπόμουν να το πω δημοσίως μέχρι το 1997 που ανέβηκα στη Σίβηρη της Χαλκιδικής για μια συνέντευξη με τον Γιάννη Ιωαννίδη και όταν τον ρώτησα τι απωθημένο έχει, γούρλωσε μελαγχολικά τα μάτια του και μου έδωσε μιαν αναπάντεχη απάντηση: «Μικρός δεν είχα ποτέ ποδήλατο!».
Εβαλα τότε τα γέλια και σκέφτηκα πως για αυτόν τον λόγο μεγάλος αποφάσισε να κάνει τη ζωή των άλλων ποδήλατο!
Αξιώθηκα βεβαίως να αποκτήσω ένα ποδήλατο στα σαρανταφεύγα μου (εκείνο που έκανα δώρο στον γιο μου) και ήταν τόση η ταραχή μου και τέτοιος ο φόβος μου πως θα γκρεμοτσακιστώ, όταν θα το δοκίμαζα, ώστε του άφησα τις βοηθητικές ρόδες!
Το μεγάλο κουτί δεν είχε ούτε ποδήλατο ούτε κάποιο ευμέγεθες παιχνίδι: όταν το άνοιξα, έμεινα με ανοιχτό το στόμα βλέποντας μια τηλεόραση, που εκείνη την εποχή θεωρούνταν ακριβή πολυτέλεια για τα μεσοαστικά νοικοκυριά.
Μια τηλεόραση μάρκας Uranya, που φέρνοντάς τη στη μνήμη μου την κόβω να ήταν 25 ιντσών, μα δεν θυμάμαι εάν της βάλαμε φίλτρο και ξύλινη επένδυση, όπως συγκινημένος διάβασα ότι την πούλαγε κάποιος μέσω Internet πριν από δύο χρόνια…
Eναν χρόνο νωρίτερα, στις 20 Ιουλίου 1969, που δεν είχαμε τηλεόραση, θυμάμαι πως με τον συχωρεμένο τον πατέρα μου και τη μάνα μου ξεροσταλιάζαμε στη βιτρίνα ενός μαγαζιού με ηλεκτρικά είδη για να δούμε την προσσελήνωση του «Απόλλων 11», σε περιγραφή μέσω της Eurovision, του Ιάσονα Μοσχοβίτη.
Ηταν τότε που ο Νιλ Αρμστρονγκ, περπατώντας πάνω στο φεγγάρι, είχε πει την ατάκα «That’s one small step for a man, one giant leap for mankind» και δέκα μήνες αργότερα αισθανόμουν πως και εκείνο το κουτί ήταν ένα τεράστιο άλμα για την ανθρωπότητα ή έστω για το σπιτικό μας!
Το αν η τηλεόραση έμελλε να εξελιχθεί σε κουτί της Πανδώρας, αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο…
Ηρθε ένας γείτονας που ήταν ηλεκτρολόγος, τη σύνδεσε, πήρε η μάνα μου ένα πανί, τη σκούπισε, της έβαλε κιόλας ένα σεμεδάκι από πάνω και την έκανε τζιτζί!
Τότε δεν υπήρχαν ακόμη τα τηλεκοντρόλ και όταν με ανυπομονησία πάτησα το κουμπί ένιωσα να ξανοίγεται μπροστά μου ένας άλλος άγνωστος κόσμος: μαζί με τον «Αγνωστο Πόλεμο» που θα άρχιζε να προβάλλεται μερικούς μήνες αργότερα, τη «Μάχη», τη «Λάσι», τις κωμικές ιστορίες της Λούσι, τις εκφωνήσεις της Κέλλυς Σακάκου και της Νάκυς Αγάθου, την μπάσα φωνή του Γιώργου Κάρτερ και τα τοιαύτα!
Γιγαντομαχία
Μαζί επίσης με τον Πελέ, τον Ριβελίνο, τον Ζαϊρζίνιο, τον Μπεκενμπάουερ, τον Μίλερ, τον Μπονισένια και κάμποσους άλλους που υπήρξαν οι πρώτοι τηλεοπτικοί ήρωές μου και μου τους σύστησε εκείνο το καλοκαίρι ο Γιάννης Διακογιάννης, βάζοντάς με εξ απαλών ονύχων στο τριπάκι να αγαπήσω τα σπορ και να πιάσω κι εγώ ύστερα από δεκαπέντε χρόνια ένα μαρκούτσι, παριστάνοντας τον καμπόσο στην τηλοψία!
Παρεμπιπτόντως, εκείνη την εποχή ο «Ζανό» ήταν ο μοναδικός άρχοντας της τηλοψίας, αλλά ταξίδια γιοκ! Η νεοσύστατη ΕΙΡΤ δεν είχε να διαθέσει χρήματα για τις αποστολές στην Αγγλία το 1966 και στο ακόμα πιο μακρινό Μεξικό το 1970, «με αποτέλεσμα να στρατοπεδεύσω σε ένα δωμάτιο στο κτίριο του ΟΤΕ στην πλατεία Βικτωρίας και να κάνω από εκεί τις μεταδόσεις», όπως μου είπε χθες που πιάσαμε αυτή την κουβέντα.
Ας μην ήταν εκεί, έφτανε μόνο η φωνή που μας δονεί!
Ο Διακογιάννης περιέγραψε από το πρωτόγονο booth όλα τα ματς τα οποία μετέδωσε η ελληνική τηλεόραση, αρχής γενομένης από το εναρκτήριο που ενώ το περίμενα με τόση λαχτάρα, εν τέλει βγήκε μια νερόβραστη σούπα!
Το βράδυ της 31ης Μαΐου (του ’70, για να μην ξεχνιόμαστε) υπό το βλέμμα 110.000 θεατών που είχαν κατακλύσει το Azteca οι οικοδεσπότες Μεξικανοί και οι Σοβιετικοί έμειναν στο 0-0, αλλά για ένα εκστασιασμένο παιδί επτά χρονών ακόμα κι αυτό ήταν ένα θεσπέσιο όνειρο!
Περνούσαν οι ημέρες και οι νύχτες, το Μουντιάλ έφτασε στους ημιτελικούς και το βράδυ της 17ης Ιουνίου έμεινα να κοιτάζω σαν χάνος το εφεξής καλούμενο «The Game of the Century»!
Μια γιγαντομαχία η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει το σενάριο μιας α λα «Μπεν Χουρ» επικής ταινίας: Ιταλία-Γερμανία 4-3 στην παράταση, στην οποία σημειώθηκαν τα πέντε από τα επτά γκολ, ενώ ο τότε εικοσιπεντάχρονος Φραντς Μπεκενμπάουερ έπεσε μαχόμενος με αυταπάρνηση, με ηρωισμό και με το χέρι του τυλιγμένο σε έναν νάρθηκα!
Η λύτρωση και το μνημείο
Οι Ιταλοί προηγήθηκαν μόλις στο 8ο λεπτό με τον Ρομπέρτο Μπονισένια, οι Γερμανοί ισοφάρισαν στα τελευταία δευτερόλεπτα με τον Καρλ-Χάιντς Σνέλινγκερ και ακολούθησε η… «Ψυχώ» του Χίτσκοκ!
Ο Γκερτ Μίλερ έδωσε προβάδισμα στη Γερμανία στο 94’, ο Ταρκίσιο Μπούρνιτς ισοφάρισε (2-2) στο 98’, ο Τζίτζι Ρίβα έκανε το 3-2 στο 104’, ο Μίλερ «χτύπησε» πάλι στο 110’ (3-3) και ο γόρδιος δεσμός λύθηκε ένα λεπτό αργότερα με το νικητήριο γκολ του βιρτουόζου Τζιάνι Ριβέρα, που διασώθηκε την τελευταία στιγμή στη ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση, διότι την ίδια στιγμή ο σκηνοθέτης έδειχνε σε replay εκείνο της ισοφάρισης.
Πολλά χρόνια αργότερα έμαθα ότι η κραυγή «Schnellinger, Ausgerechnet Schnelligner» του γερμανού τηλεσχολιαστή Ερνστ Χούμπερτι, στη φάση που ο επονομαζόμενος «Volkswagen» αριστερός μπακ, ο οποίος μάλιστα τότε αγωνιζόταν στη Μίλαν, ισοφάρισε και κράτησε ζωντανή την ομάδα του θεωρείται μια από τις κορυφαίες στην ιστορία των ποδοσφαιρικών μεταδόσεων
Εις ανάμνησιν αυτής της επικής μάχης, έξω από το γήπεδο ανεγέρθη ένα μνημείο, πάνω στο οποίο χαράχθηκε η εξής επιγραφή: «Το Στάδιο Αζτέκα αποτίει τιμή στις εθνικές ομάδες της Ιταλίας (4) και της Γερμανίας (3) οι οποίες πρωταγωνίστησαν στον αγώνα του αιώνα, στις 17 Ιουνίου 1970».