Μέσα σε διάστημα λίγων ημερών, ο πρόεδρος των ΗΠΑ τίναξε στον αέρα τη σύνοδο της G7 και υπέγραψε μια πυρηνική συμφωνία με τη Βόρεια Κορέα. Κάποιοι τον παρομοιάζουν με εκείνες τις τεράστιες μπάλες που χρησιμοποιούνται στις κατεδαφίσεις και άλλοι βλέπουν σε αυτόν έναν μαέστρο της διαπραγμάτευσης. Ο Τζέφρι Γκόλντμπεργκ, ο αρχισυντάκτης του «Atlantic», συνοψίζει το δόγμα του στην εξής αρχή: «Είμαστε η Αμερική, ρε!». Γεγονός είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ξαναγράφει με τον δικό του, μοναδικό τρόπο τούς κανόνες της διεθνούς διπλωματίας αφήνοντας στο μεταξύ την Ευρώπη να παραπαίει. Τι επιφυλάσσει άραγε το μέλλον για τη Δύση; Αυτό το ερώτημα έθεσε το «Politico» σε πλειάδα ειδικών από ολόκληρη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Οι τίτλοι των απαντήσεών τους μιλούν από μόνοι τους: «Δύση, τέλος». «Η G7 είναι νεκρή, ζήτω η G6». «Ευρώπη, σύνελθε». «Ενα προαναγγελθέν χάος». «Η Ευρώπη πρέπει να ξαναζωντανέψει τη Δύση». «Σταματήστε τον Τραμπ στο σπίτι του». «Χωρίς κρότο, με έναν ψίθυρο». «Προσοχή στους ακολούθους του Τραμπ». «Ακόμα υπάρχει ελπίδα».
Στην πάντα εξαιρετική στήλη της στη «Monde», η Σιλβί Κοφμάν κάνει την εξής επισήμανση: Ηταν το ίδιο ένστικτο του Τραμπ, η πεποίθηση του μεγιστάνα των ακινήτων πως δεν υπάρχει κανένας καλύτερος από εκείνον στα «ντιλ», εκείνο που τον έκανε να εμφανιστεί αδιάλλακτος με τους εταίρους του στην G7 και γεμάτος φιλοφρονήσεις λίγα 24ωρα αργότερα με τον «Πρόεδρο Κιμ». Του αμερικανού προέδρου δεν του αρέσει να νιώθει περιορισμένος σε συμμαχίες. Θεωρεί τη συνεχή αποσταθεροποίηση ως μία εξαιρετική τακτική. Και αντίθετα με τον Μπαράκ Ομπάμα, σιχαίνεται να ζητάει συγγνώμη. Η συμφωνία που έκλεισε με τον Κιμ, άλλωστε, είναι το ακριβώς αντίθετο της συμφωνίας του 2015 με το Ιράν –την οποία ο ίδιος προσπαθεί να σκοτώσει αποχωρώντας. Παρά τις ατέλειές της, εκείνη θεωρήθηκε το απόγειο του διπλωματικού έργου, περιελάμβανε 12 χρόνια εντατικής προεργασίας και ένα πλαίσιο κατά το δυνατόν πιο πολυμερές. Η ιστορική, θεαματική συνάντηση του Τραμπ με τον Κιμ, αντιθέτως, προετοιμάστηκε βεβιασμένα, ολοκληρώθηκε σε χρόνο ρεκόρ και αφήνει όλα τα δύσκολα ανοιχτά για τη συνέχεια. Στην ουσία, ωστόσο, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Τραμπ ως προσωπικότητα μπορεί πιο εύκολα να ταυτιστεί και να συναλλαχθεί με κάποιον όπως ο Κιμ παρά με τους εταίρους του στην G7, που είναι υπερβολικά ορθολογιστές, υπερβολικά φειδωλοί, χωρίς την τραμπούκικη πλευρά του Κιμ, που έχουν αρχές και κανόνες και ομαδικό πνεύμα.
«Ετσι λοιπόν τελειώνει η διατλαντική συνεργασία: όχι με έναν κρότο αλλά με έναν ψίθυρο. Δύσκολο να σκεφτείς ένα διεθνές ζήτημα για το οποίο να είναι η εταιρική αυτή σχέση αναντικατάστατο εργαλείο ή και παράγοντας επιτυχίας», σημειώνει στο «Politico» ο ΧοσούκΛι Μακιγιάμα, διευθυντής τουΕυρωπαϊκού Κέντρου Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας. «Οι κρίσεις δεν είναι κάτι νέο για την διατλαντική σχέση –ο πόλεμος του Ιράκ και η χρηματοπιστωτική κρίση δοκίμασαν σοβαρά τη συμμαχία –αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά. Η Ευρώπη είναι πιο διχασμένη παρά ποτέ μετά την ίδρυση της ΕΕ. Οι βασικές χώρες του ευρωπαϊκού μπλοκ –η Βρετανία, η Γερμανία και η Ιταλία μεταξύ άλλων –έχουν αποδυναμωθεί από την άνοδο λαϊκιστικών, αντισυστημικών κομμάτων και μιας σειράς κρίσεων. Αν χρειαστεί να υπομείνουμε αρκετά ακόμα χρόνια Τραμπ, σύντομα ίσως να μην υπάρχει πια Δύση να σώσουμε», επισημαίνει ο Στίβεν Σάμπο, καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Τζον Χόπκινς. «Είναι εύκολο να απορρίψουμε τον Τραμπ ως ένα freak show αλλά η άνοδός του είναι συλλογική μας ευθύνη», επιμένει από την πλευρά του ο βρετανός οικονομολόγος Τίμοθι Ας. «Είναι το αποτέλεσμα της αποτυχίας μας να διασφαλίσουμε ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς και κοινωνική συνοχή. Ο συνδυασμός της μαζικής μετανάστευσης και της υφιστάμενης κοινωνικής ανισότητας δημιούργησε ένα τοξικό μείγμα που οι λαϊκιστές, οι εθνικιστές και ναι, οι καθαροί ρατσιστές εκμεταλλεύτηκαν με μεγάλη επιτυχία».
«Χρειαζόμαστε έναν φρέσκο τρόπο σκέψης»
Υπάρχουν κάποιοι, όπως ο Νικόλαους Μπλόμε, βοηθός αρχισυντάκτη της γερμανικής «Bild», που θεωρούν πως δεν πρέπει να δραματοποιούμε τις καταστάσεις: «Οπως δεν είδαμε το τέλος της Ιστορίας στα τέλη της δεκαετίας του 1980, έτσι και αυτό δεν θα είναι το τέλος της Δύσης. Μπορεί ο Τραμπ να διαλύει συνθήκες για την κλιματική αλλαγή ή το ελεύθερο εμπόριο, έκλεισε όμως και μια συμφωνία με τη Βόρεια Κορέα. Ακόμα και αν καταλήξουμε – κάτι μη πιθανό – σε έναν ολομέτωπο εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ, η Δύση θα συνεχίσει να στέκεται όρθια τόσο ως έννοια μιας παγκόσμιας τάξης όσο και ως μια σειρά ιδεών».
«Η Δύση όπως τη γνωρίζαμε έχει τελειώσει αλλά η βαθιά φιλία ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αμερική μπορεί να αναζωπυρωθεί», υποστηρίζει από την πλευρά του ο πορτογάλος Μπρούνο Μασάες, πρώην υπουργός Ευρωπαϊκών Θεμάτων. «Χρειαζόμαστε έναν φρέσκο τρόπο σκέψης και μια λιγότερο ηθικολογική προσέγγιση». Πριν φτάσουμε εκεί, ωστόσο, σημειώνει η γερμανίδα πολιτική επιστήμων Ούλρικε Γκερό, η Ευρώπη πρέπει να αντλήσει κάποια διδάγματα: «Πρέπει να συνδέσει τις συζητήσεις για την πολιτική της ασφάλειας με τη νομισματική πολιτική. Η ασφάλεια είναι ακριβή, και αν η Ευρώπη δεν θέλει να είναι εξαρτώμενη από τις ΗΠΑ πρέπει να σκεφτεί σοβαρά το πώς θα σταθεί στα δυο της πόδια. Αυτό προϋποθέτει όμως και μια ανοιχτή συζήτηση για το ιδεατό ευρωπαϊκό σχέδιο –ακριβώς αυτό που αποφεύγουν ηγέτες και κυβερνήσεις».