Η «γαστρολαγνεία» στη χώρα μας εξελίχθηκε παράλληλα με την οικονομική άνοδο μιας τάξης χωρίς ξεκάθαρα οικονομικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά που εκείνη την εποχή προσπαθούσε να δομήσει κοσμοπολίτικο προφίλ κεφαλαιοποιώντας την ανάγκη ανάδειξης ενός ασαφούς ελιτισμού. Ετσι, χονδρικά, τοποθετώ τις απαρχές της πριν από 25 χρόνια και την πρώτη της μεγάλη έκρηξη γύρω στο Μιλένιουμ.
Ηταν τότε που τα μίνιμαλ σούσι μπαρ άρχισαν να εκτοπίζουν τα «αυτοκρατορικά» κινέζικα της δεκαετίας του 1980, ανακαλύψαμε τις έθνικ κουζίνες, τον αποδομημένο μουσακά και τη χωριάτικη σε στρώσεις, γκώσαμε στα «πειραγμένα» πιάτα και αναγάγαμε σε φετίχ τα ρόδια στις σαλάτες και τις ρόκες – παρμεζάνες. Εκείνη την ίδια εποχή, οι εκπομπές μαγειρικής έγιναν το δυνατό χαρτί των καναλιών ενώ εμείς που δουλεύαμε στον Τύπο επινοούσαμε πιθανές και απίθανες εκδόσεις γαστρονομικού ενδιαφέροντος.
Παράλληλα, άρχισε να δημιουργείται μία νέα δημοσιογραφική ειδικότητα. Αρχικα, οι συνάδελφοι που την υπηρέτησαν ήταν πάνω απ’ όλα δημοσιογράφοι με σωστό χειρισμό της γλώσσας και αυστηρή ματιά που αναδείκνυε τα σωστά και εντόπιζε τα λάθη. Σιγά σιγά παρεισέφρησαν και διάφοροι «περαστικοί» που παραβίασαν ανοιχτές πόρτες λόγω έλλειψης παράδοσης και, ας μείνουμε στη γραφικότητα, εφηύραν ένα νέο λανγκάζ που απέδιδε στα φαγητά ψυχικές ή συναισθηματικές ιδιότητες. Ετσι διαβάζαμε για «έντιμα φασολάκια», «ειλικρινείς τυρόπιτες», «παρηγορητικά πιλάφια».
Η μόδα των foodbloggers έδωσε ανεξέλεγκτες διαστάσεις στο φαινόμενο αφού το μόνο που χρειαζόταν για να καταχωρηθεί κάποιος ως ειδικός ήταν η ώρα που απαιτείται για να στήσει ένα blog (διακεκριμένη foodblogger μάς είχε φέρει καμαρωτή στο γραφείο μία κερασόπιτα χωρίς όμως να έχει βγάλει τα κουκούτσια από τα κεράσια –τρεις κορόνες και δυο γέφυρες χάσαμε εκείνη την ημέρα). Να ξεκαθαρίσω ωστόσο ότι υπάρχουν κάποια blogs που αποδεικνύουν περίτρανα ότι η σοβαρή δημοσιογραφία δεν έχει να κάνει με το αντικείμενο αλλά με τον τρόπο που κάποιος το αντιμετωπίζει.
Ο ΦΕΡΑΝ ΑΝΤΡΙΑ. Αφορμή γι’ αυτήν την αναδρομή είναι η επίσκεψη την περασμένη εβδομάδα στην Αθήνα ενός εκ των πατριαρχών της σύγχρονης γαστρονομίας, του Φεράν Αντριά. Η οποία, ομολογουμένως, είχε λιγότερη δημοσιότητα απ’ όση περίμενα (ίσως οφείλεται στο ότι ήρθε προσκεκλημένος από εταιρεία παραγωγής μπίρας και έπρεπε να τηρηθούν οι διαφημιστικές ισορροπίες). Ωστόσο απ’ όσα έγραψαν οι συνάδελφοι στις ανταποκρίσεις τους, είδα μια εμμονή στην παρασκευή του φαγητού, στις τεχνικές, στο εστιατόριο ως επαγγελματικό πρότζεκτ. Σε μια αποστροφή του λόγου του μάλιστα, ο διάσημος σεφ συνέκρινε την κουζίνα ενός εστιατορίου με μια περίοδο ζωγραφικής του Πικάσο.
Με όλο τον σεβασμό μου στον Αντριά, το φαγητό, σε αντίθεση με τη ζωγραφική, είναι μία τέχνη που ολοκληρώνεται μέσω του αποδέκτη της. Ενα πιάτο, όσο δεν το έχει δοκιμάσει κάποιος, είναι ημιτελές κι ας έχει επενδύσει σε αυτό ο δημιουργός του όλο το μεράκι, τις γνώσεις και την επιστημοσύνη του. Και ένα φαγητό είτε σφαιροποιημένο είτε σε κενό αέρος είτε αποδομημένο είναι ή δεν είναι νόστιμο.