Εδώ και τρεις μέρες έχει δεχθεί γύρω στα 12 εκατ. χτυπήματα στο YouTube. Οι σχετικές αναλύσεις είναι εξίσου πολλές: κάποιοι αναρωτιούνται αν πρόκειται για σύγχρονους μουσικούς που αντιπαραβάλλονται με πιο κλασικούς καλλιτέχνες, άλλοι εστιάζουν στα έργα των τελευταίων (που αποτυπώνουν πτυχές της εξουσίας, της ομορφιάς και της βίας), ενώ μερικοί δίνουν έμφαση στην αντίθεση «μαύρης» και «λευκής» τέχνης. Πώς αλλιώς άραγε μπορεί κανείς να προσεγγίσει το βιντεοκλίπ του τραγουδιού «Apeshit» της Μπιγιονσέ και του Τζέι Ζι, που γυρίστηκε στις αίθουσες του Μουσείου του Λούβρου, με φόντο έργα σαν τη «Μόνα Λίζα», τη Νίκη της Σαμοθράκης ή τον «Γάμο στην Κανά»; Καταρχήν, ως δυνατότητα: το γιατί και το πώς είχε το διάσημο ζευγάρι στη διάθεσή του το περίβλεπτο ίδρυμα, είναι ένα ακόμα θέμα συζήτησης στα Μέσα. Πιο σίγουρο είναι ότι οι δύο μουσικοί δεν ήταν οι πρώτοι που πραγματοποίησαν γυρίσματα εντός ενός μουσείου.
Η Βρετανίδα Paloma Faith λ.χ. κυκλοφόρησε τον περασμένο Σεπτέμβριο το ποπ και σόουλ υφής τραγούδι «Crybaby», του οποίου το βίντεο είναι γυρισμένο στο Κίεβο, στο Μουσείο του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου της Ουκρανίας. Οι λόγοι της επιλογής του είναι σχετικά προφανείς: στα πρώτα πλάνα παρακολουθούμε έναν μάλλον αυταρχικό ηγέτη τη στιγμή που καλεί το επιτελείο του να αδιαφορεί για τους αδύναμους, ενώ λίγο αργότερα η Faith τραγουδά για την αγάπη και τον σεβασμό στη μοναδικότητα κάθε ανθρώπου, με φόντο τις βαριές και αυστηρές γραμμές του κτιρίου.
Λίγους μήνες νωρίτερα, η Καναδή Ρεμπέκα Φιν Σιμονέτι έκανε κάτι παρόμοιο στο Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης, με μια μικρή διαφορά: αντί να ζητήσει άδεια για να πραγματοποιήσει γυρίσματα στους χώρους του (αδίκως, μιας και απαγορεύεται), επέλεξε να βρεθεί εκεί ως επισκέπτρια, να προσποιηθεί ότι βγάζει φωτογραφίες με το smartphone της (το οποίο επιτρέπεται) και κατόπιν να διαμορφώσει τα αποθηκευμένα πλάνα της σαν ένα βιντεοκλίπ. Το «Daughters» κινείται σε πιο πειραματικά μονοπάτια, καταπιάνεται με τις προσλήψεις του γυναικείου σώματος και, σύμφωνα με τη Σιμονέτι, γυρίστηκε στο MET για συγκεκριμένους λόγους. «Τα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά μαρμάρινα γλυπτά αναδεικνύουν το εξιδανικευμένο σώμα κάθε περιόδου», έλεγε σε συνέντευξή της, «προωθούν κοινωνικά πρότυπα και ηθικές αφηγήσεις. Εκείνοι οι πολιτισμοί είχαν έναν διαρκή αντίκτυπο στον δυτικό κόσμο και διαδόθηκαν εμφατικά μέσω της αποικιοκρατίας. Η κληρονομιά τους αντηχεί στον σύγχρονο κόσμο».
Το «Heart’s Desire» των βρετανών ίντι ρόκερ The Loft Club κυκλοφόρησε το φθινόπωρο του 2016 και περιλαμβάνει πλάνα από το Royal Albert Memorial Museum, ένα ίδρυμα ηλικίας 150 ετών στο Εξετερ της Αγγλίας, με εκθέματα κυρίως από τους κλάδους της ζωολογίας ή και της ανθρωπολογίας. Η μπάντα δήλωνε τότε ικανοποιημένη με το πόνημά της, χωρίς πάντως να εξηγεί την παρουσία μιας θρυλικής για τους ντόπιους βαλσαμωμένης καμηλοπάρδαλης στο βίντεο, με κάτι περισσότερο από τον ενθουσιασμό τους για αυτήν. «Το RAMM ήταν η ιδανική τοποθεσία για το κλιπ, γιατί συνιστά μια οπτική πανδαισία» έλεγε σχετικά ο μπροστάρης Ντάνιελ Σάμροθ. «Αποτελεί τιμή για την μπάντα να είναι η πρώτη που κάνει γυρίσματα εκεί, με τη βοήθεια του προσωπικού και βεβαίως του Τζέραλντ, της καμηλοπάρδαλης, που ήταν και ο σταρ της υπόθεσης».
Την ίδια χρονιά κι έπειτα από μια πολυετή ανακαίνιση, άνοιξε τις πύλες του το Μέγαρο της Επιστήμης στη Νέα Υόρκη, όπου το 1999 είχε γυριστεί το «Simon Says» του ράπερ Pharoahe Monch: μπορεί να μην απεικονίζει κάποιο από τα βιολογικού, χημικού ή φυσικού ενδιαφέροντος εκθέματα του Μεγάρου, ταιριάζει όμως γάντι με τη μοντερνιστική αισθητική ενός κτιρίου που χτίστηκε το 1964 ώστε οι sci-fi πινελιές του να μεταφέρουν το κοινό εκείνης της Διεθνούς Εκθεσης της Νέας Υόρκης σε νέους και άγνωστους κόσμους. Το μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό του κτιρίου, σε συνδυασμό με το καταιγιστικό ραπάρισμα του Monch και τη λιτή αλλά μεγαλόπρεπη μελωδία του (εμπνευσμένη από ένα ιαπωνικό b-movie με τον Γκοτζίλα), έκαναν πολλούς να μιλήσουν για το καλύτερο βιντεοκλίπ που γυρίστηκε ποτέ σε μουσείο.
Αφήνοντας τη μουσική και περνώντας στον κινηματογράφο, η σειρά ταινιών «Μια νύχτα στο Μουσείο» του Σον Λέβι μέτρησε τρία φιλμ, αλλά τα δύο πρώτα γυρίστηκαν σε σκηνικές προσομοιώσεις του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Νέας Υόρκης και του Σμιθσόνιαν της Ουάσιγκτον. Μόνο το τρίτο μπόρεσε και έφερε τις κάμερές του στο Βρετανικό Μουσείο. Το τελευταίο φαίνεται πως δείχνει μεγαλύτερη ανοχή στην τέχνη της κινηματογράφησης: «Blackmail» του Αλφρεντ Χίτσκοκ, «Φαίδρα» του Ζιλ Ντασέν, «Απόρρητος φάκελος Ιπκρες», «Η ώρα του τσακαλιού» του Φρεντ Ζίνεμαν είναι μερικές μόνο από τις ταινίες που γυρίστηκαν στις αίθουσές του.
Πάντως οι δύο πιο χαρακτηριστικές ταινίες που γυρίστηκαν σε μουσεία είναι από τον Ρώσο Αλεξάντερ Σοκούροφ: «Η Ρώσικη Κιβωτός» (2002) στο Ερμιτάζ και η «Κιβωτός των Ανθρώπων» (2015) στο Λούβρο.
Το «Τοπ Καπί» τέλος, επίσης του Ντασσέν (που διαδραματίζεται στο ομώνυμο παλάτι), το «Μανχάταν» του Γούντι Αλεν (Γκούγκενχαϊμ) ή και η «Υπόθεση Τόμας Κράουν» (Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης), συμπληρώνουν μαζί με πολλά άλλα φιλμ έναν κατάλογο που τελικά, η Μπιγιονσέ κι ο Τζέι Ζι μάλλον υπενθύμισαν, παρά –όπως λέγεται –παραβίασαν.