Οταν πρωτοβλέπαμε τα ντοκιμαντέρ του Κουστό στην ασπρόμαυρη τηλεόραση και φανταζόμασταν τα χρώματα της θάλασσας και των κοραλλιών όχι μόνο ο όρος «ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» αλλά και η οικολογία ακούγονταν, τουλάχιστον σε εμάς τους πολλούς, ως σανσκριτικά. Οταν, παιδιά, διαβάζαμε τον «Δεκαπενταετή πλοίαρχο», το «Ταξίδι στο κέντρο της Γης», τις «20.000 λεύγες υπό τη θάλασσα» και τα άλλα αριστουργήματα του Ιουλίου Βερν δεν ξέραμε τον Κουστό. Και όταν «κατάπινα» τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» με τις περιπέτειες του Μάρκο Πόλο, του Κολόμβου, του Μαγγελάνου, του Αμούνδσεν δεν μπορούσα ακόμη να συνειδητοποιήσω ότι, στην πραγματικότητα, ο ίδιος αέρας φούσκωνε τα πανιά στα πλοία των μεγάλων θαλασσοπόρων και τη φαντασία του Βερν – κι ας έμεινε ο ίδιος «ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων» κι ας πέθανε χωρίς να σχίσει τη θολή γραμμή των οριζόντων, όπως λέει ο Καββαδίας. Πολύ περισσότερο βέβαια δεν μπορούσα να καταλάβω ότι όλοι αυτοί ήταν «παιδιά» του «παππού Οδυσσέα».
Είναι μια ειδική κατηγορία οι άνθρωποι που καβαλάνε ένα μεγάλο ή μικρό, στέρεο ή σάπιο σκαρί και ανοίγονται στις μακρινές θάλασσες. Μια κατηγορία που διατρέχει αιώνες και εποχές. Που υπερβαίνει εθνικότητες και κοινωνικές τάξεις. Που, ανάλογα με τις συγκυρίες, έχει άλλα κίνητρα. Οπως αναφέρει και ο πλοίαρχος του «Energy», άλλοτε οι άνθρωποι εξερευνούσαν για να κατακτήσουν, σήμερα για να εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον. Σε κάποιες περιπτώσεις μόνο και μόνο για τη συγκίνηση της ανακάλυψης. Και άλλοτε για τη γοητεία της περιπέτειας. Οποιο κι αν ήταν όμως το κίνητρο, το ορμέμφυτο είναι το ίδιο. Ασαφές και ακατανίκητο. Οπως το περιγράφει ο Νίκος Καββαδίας στον τελευταίο στίχο του τελευταίου του ποιήματος που έγραψε τρεις ημέρες πριν πεθάνει: «Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια / δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι / Μία μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει / κι ένας βυθός πού βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια».