Η επίτευξη της Συμφωνίας με τη γειτονική μας χώρα αποτελεί θετική εξέλιξη. Η εκκρεμότητα αυτή πρέπει να κλείσει. Είναι θλιβερό ότι απουσιάζει η στοιχειώδης πολιτική συναίνεση. Η Συμφωνία για το Μακεδονικό έχει διχάσει πολιτικές δυνάμεις και κοινωνία. Και η μέγιστη ευθύνη για τον διχασμό ανήκει στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Πρώτα απ’ όλα εμφανίζεται διχασμένη η ίδια η κυβέρνηση: ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι με τη σύνθετη ονομασία η Ελλάδα «παίρνει πίσω όνομα και ιστορία», οι ΑΝΕΛ ότι παραδίδει όνομα και ιστορία!
Η κυβέρνηση εργαλειοποίησε το θέμα προκειμένου να διασπάσει ή να φέρει σε δυσκολίες την αντιπολίτευση και κυρίως την αξιωματική αντιπολίτευση. Η ΝΔ δεν έπεσε στην παγίδα αλλά διολίσθησε σε ακραίες εθνικιστικές θέσεις. Στο Κίνημα Αλλαγής τα πράγματα εμφανίζονται επίσης δύσκολα, ζητείται ευελιξία ώστε να βρεθούν οι αναγκαίες συγκλίσεις.
Η Συμφωνία είναι ένας συμβιβασμός, ως τέτοιος περιέχει θετικά αλλά και προβληματικά στοιχεία. Επιτυγχάνονται ορισμένες σημαντικές ελληνικές στοχεύσεις (σύνθετη ονομασία, τροποποίηση Συντάγματος, erga omnes στην εσωτερική – εξωτερική χρήση, αν και με ασάφειες). Τα προβληματικά στοιχεία συνδέονται (α) με την ταυτότητα/ιθαγένεια (Macedonean – citizen of the Republic of North Macedonia, άρθρο 1) σε συνδυασμό με την ελευθερία προσδιορισμού του Macedonean από κάθε πλευρά (άρθρο 7), καθώς και με αναφορά σε nationality στο αγγλικό κείμενο, ενώ το ελληνικό αναφέρεται σε «ιθαγένεια» (citizenship), (β) με την αναφορά στη Συμφωνία ότι «η επίσημη γλώσσα θα είναι η μακεδονική» (άρ. 1, 3β). Τα δύο αυτά στοιχεία επιτρέπουν το επιχείρημα ότι συντηρούνται δυνατότητες και περιθώρια αλυτρωτισμού (αν όχι τώρα, σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον). Η Ελλάδα ούτε μπορούσε ούτε έπρεπε να εμπλακεί σε διαδικασία προσδιορισμού της ταυτότητας της γειτονικής χώρας. Αλλά δεν ήταν ανάγκη να υπάρχουν (γραπτές) ρυθμίσεις. Η «εποικοδομητική αμφισημία» θα ήταν ίσως προτιμότερη.
Ενα τρίτο προβληματικό στοιχείο συνδέεται με το χρονοδιάγραμμα της επικύρωσης της Συμφωνίας (κύρωσης, τροποποίησης του Συντάγματος) και έναρξης των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της χώρας σε ΝΑΤΟ και ΕΕ. Για να αποφευχθούν περιπλοκές, τετελεσμένα, άσκηση πιέσεων κ.λπ., σκόπιμο είναι η αποστολή της επιστολής πρόσκλησης της γειτονικής χώρας για ένταξη στο ΝΑΤΟ να γίνει μετά την κύρωση της Συμφωνίας, ακόμη καλύτερα μετά την τροποποίηση του Συντάγματος. Η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ να γίνει επίσης μετά την κύρωση/τροποποίηση, το αργότερο δηλαδή σε έξι μήνες. Οι επικείμενες διασκέψεις κορυφής (ΕΕ, ΝΑΤΟ) θα μπορούσαν να στείλουν θετικό μήνυμα στη γειτονική χώρα τώρα, «αποφασίζοντας» ότι θα ενεργήσουν για ορισμένα πράγματα αργότερα. Πρόκειται για συνηθισμένη διαπραγματευτική πρακτική.
Τα παραπάνω προβληματικά στοιχεία μπορούν «να διορθωθούν» χωρίς την τυπική επαναδιαπραγμάτευση της Συμφωνίας ώστε η κύρωσή της να γίνει με ευρύτερη συναίνεση, με την πολιτική προϋπόθεση της σύμπραξης και του δεύτερου κυβερνητικού εταίρου προκειμένου να κλείσουμε οριστικά το θέμα με μία όντως καλή, βιώσιμη λύση.