Απασες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, παλαιότερες και νεότερες, δοκιμάστηκαν στα πολλά χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Από τις μέχρι τώρα κυρίαρχες, όλες είχαν ευκαιρίες διακυβέρνησης και βεβαίως αντιμετώπισαν τα επίχειρα των ατελών προσπαθειών τους, αρχικώς για τη διάσωση και μετέπειτα για την έξοδο από το μακρύ τούνελ της ύφεσης και της υπανάπτυξης.
Πρώτο και μεγαλύτερο θύμα υπήρξε το ΠΑΣΟΚ, ή καλύτερα ο ευρύτερος σοσιαλδημοκρατικός χώρος. Και αυτό γιατί συνέπεσε η διακυβέρνησή του με την έναρξη της κρίσης και επειδή η ηγεσία του υπό τον Γιώργο Παπανδρέου δεν μπόρεσε να διακρίνει το βάρος των επερχομένων και πολιτεύθηκε, τόσο κατά τη διεκδίκηση της εξουσίας όσο και κατά την άσκησή της, ωσάν να επρόκειτο για συνήθη κατάσταση.
Το ΠΑΣΟΚ και γενικότερα ο ευρύτερος σοσιαλδημοκρατικός χώρος χρεώθηκε, κατά βάση, όλα τα αμαρτήματα του κόσμου τούτου, όπως ήθελε η προπαγάνδα της προηγηθείσας νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης, η οποία «κρύφτηκε» πίσω από τη σχετικά έγκαιρη και σχεδόν οικειοθελή αποχώρηση Κώστα Καραμανλή το 2009.
Και μπορεί τα πεπραγμένα της διακυβέρνησης Καραμανλή, μεταξύ 2004 και 2009 και ιδιαιτέρως το γεγονός ότι δεν έλαβε τις απαιτούμενες πρόνοιες προκειμένου να αποφύγει η χώρα τη χρεοκοπία, να μην προβλήθηκαν ή να μην αξιολογήθηκαν δεόντως, ωστόσο το βάρος την κατεδίωκε.
Φανερώθηκε εν μέρει με την αδημονία του Αντώνη Σαμαρά κατά τη διεκδίκηση της διακυβέρνησης από τον Γιώργο Παπανδρέου και αργότερα στη διάρκεια της οικουμενικής κυβέρνησης, όταν χρειάστηκε να ληφθούν σκληρά μέτρα προκειμένου να αποφευχθεί η κατάρρευση της χώρας.
Σε εκείνη τη φάση, τον Φεβρουάριο του 2012, με την κορύφωση του «αντιμνημονιακού αγώνα» προσφέρθηκε η πρώτη ευκαιρία ισχυροποίησης στις μέχρι τότε αδύναμες εθνολαϊκιστικές δυνάμεις της Δεξιάς και της Αριστεράς.
Η Νέα Δημοκρατία υπέστη το πρώτο ρήγμα, με τη μαζική αποχώρηση εθνολαϊκιστών βουλευτών υπό τον Πάνο Καμμένο, και ανεδείχθη η δυνατότητα της έξαλλης τότε Αριστεράς του Αλέξη Τσίπρα να ξεφύγει από το περιθώριο της πολιτικής ζωής.
Στις εκλογές του Μαΐου του 2012 η Νέα Δημοκρατία πληγώθηκε βαθιά, τα ποσοστά της υποχώρησαν στο 18%, λίγο υψηλότερα από εκείνα του ΣΥΡΙΖΑ. Ολη εκείνη η λαϊκιστική υστερία της αντιμνημονιακής ρητορείας, οι ακρότητες για κρεμάλες, δωσίλογους, εθνοπροδότες και πουλημένους στους ξένους επέδρασε καταλυτικά στο εκλογικό σώμα.
Αν δεν συγκροτούνταν φιλευρωπαϊκό μέτωπο στις δεύτερες εκλογές του Ιουνίου της ίδιας χρονιάς, οι ανερχόμενες εθνολαϊκιστικές δυνάμεις θα επικρατούσαν.
Σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος θορυβήθηκε τότε από το ενδεχόμενο επικράτησης αντιευρωπαϊκών δυνάμεων και εστράφη προς τη Νέα Δημοκρατία, επιτρέποντας στον Αντώνη Σαμαρά να ανακάμψει στοιχειωδώς και να κερδίσει την εξουσία.
Ωστόσο, το σπέρμα της αμφισβήτησης είχε παγιωθεί και ήταν θέμα χρόνου εκείνος ο κύκλος να βρει τον δρόμο προς την εξουσία.
Από το καλοκαίρι του 2012 και μέχρι τις ευρωεκλογές τον Μάιο του 2014 η κυβέρνηση Σαμαρά προσπάθησε να φέρει τα πράγματα σε ίσο δρόμο, αλλά η ένταση περίσσευε, μη επιτρέποντας καθαρές και γρήγορες αποφάσεις. Μετά την ήττα στις ευρωεκλογές η προσπάθεια οικονομικής εξυγίανσης υποχώρησε και ο σκοπός παραμονής στην εξουσία κυριάρχησε, με αποτέλεσμα η τότε κυβέρνηση να χάσει τη στήριξη των ξένων και έτσι να στρωθεί φαρδύς-πλατύς ο δρόμος για τον κ. Τσίπρα και τον αλλοπρόσαλλο συνεταίρο του.
Τον Γενάρη του 2015 ο κ. Τσίπρας μαζί με τις δυνάμεις της αφροσύνης επικράτησαν, χωρίς να έχουν αίσθηση των συνθηκών, ούτε των υποχρεώσεων που πήγαζαν από τη διάσωση εκ της χρεοκοπίας.
Το τι ακολούθησε του πρώτου εξαμήνου της διακυβέρνησης Τσίπρα όλοι το γνωρίζουν και όλοι το θυμούνται. Η χώρα βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού και εκείνος χρειάστηκε να κάνει στροφή 180 μοιρών προκειμένου να σώσει ό,τι σωζόταν. Συγκρούστηκε σε εκείνη τη φάση με το πιο δυναμικό κομμάτι του κόμματός του και χρειάστηκε να πάει στις εκλογές προκειμένου να επιβεβαιώσει την ηγεσία του. Η αλήθεια είναι ότι οι πολίτες επικρότησαν τη στάση του και έκτοτε συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις εταίρων και δανειστών.
Με τον καιρό ωστόσο συσσώρευσε κι αυτός, όπως όλοι οι διαχειριστές της κρίσης, κόστος και φθορά. Η εμπέδωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας σε συνδυασμό με την αδυναμία, λόγω ιδεολογικών και άλλων αγκυλώσεων, διαμόρφωσης αναπτυξιακών αντίβαρων κατέστησαν τη φθορά ανεπανόρθωτη και τον συνεταιρισμό με τον Πάνο Καμμένο απολύτως προβληματικό.
Πράγμα που ώθησε τον κ. Τσίπρα σε αναζήτηση πολιτικών διεξόδων και νέων συμμαχιών. Αφού έπαιξε για κάμποσο διάστημα, χωρίς αποτέλεσμα, με τη διαφθορά και τα σκάνδαλα των άλλων, επέλεξε να μετέλθει της επερχόμενης κρίσης για τον ίδιο και το κόμμα του διά της ύψωσης νέων διαχωριστικών γραμμών. Αξιοποίησε προς αυτή την κατεύθυνση την ευρωπαϊκή διάθεση για ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων στις ευρωπαϊκές διαδικασίες και πριν από έξι μήνες κατευθύνθηκε δυναμικά προς την επίλυση του Μακεδονικού.
Ηλπιζε ότι θα επιτύχει μια γρήγορη νίκη, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τον κ. Μητσοτάκη και τη Νέα Δημοκρατία, αλλά δεν υπολόγισε τις αντιδράσεις και το αίσθημα των κατοίκων της Μακεδονίας. Τα συλλαλητήρια και το «μακεδονικό κίνημα» κλόνισαν τους πάντες. Τηρουμένων των αναλογιών, οι αντιδράσεις στο Μακεδονικό μπορούν να συγκριθούν με εκείνες κατά των μνημονίων. Μπορεί οι συντηρητικοί πολίτες να μη βγήκαν στους δρόμους για τους φόρους, αλλά ξεσηκώθηκαν για τη Μακεδονία.
Ο Μητσοτάκης αυτομάτως έσπευσε να ασφαλίσει το κόμμα του αρνούμενος κάθε λύση και η κυβέρνηση βρέθηκε μόνη και διχασμένη, με τους ΑΝΕΛ προς διάλυση και εξαέρωση και μόνους συμμάχους τον Σταύρο Θεοδωράκη και τον Γιώργο Παπανδρέου. Η κυρία Γεννηματά επίσης περιχαράκωσε το κόμμα της, το ΚΚΕ αποστασιοποιήθηκε εντελώς και βεβαίως η Χρυσή Αυγή και άλλοι εθνικόφρονες και εθνολαϊκιστές άρχισαν να τρίβουν τα χέρια τους θεωρώντας ότι έφθασε ο καιρός τους, δεδομένης και της αυξανόμενης επιρροής των κάθε λογής εθνικιστικών σχημάτων σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.
Κοινή είναι η πεποίθηση ότι από την όλη αντίδραση στο Μακεδονικό θα ευνοηθούν οι εθνικιστικές εκδοχές της ελληνικής πολιτικής.
Οπως έχει εκτιμηθεί, σε ανύποπτο χρόνο η παράταση της κρίσης θα δώσει ευκαιρία εκλογικής ανόδου και στην Ακροδεξιά, όπως προσέφερε στα χρόνια του «αντιμνημονιακού αγώνα» και στην Αριστερά. Και τίποτε δεν βεβαιώνει ότι η στροφή του κ. Μητσοτάκη θα την αποτρέψει.