Το καρότο έχει αρχίσει να λαμβάνει σάρκα και οστά. Επτά ή οκτώ χρόνια επιμήκυνση για τα δάνεια του EFSF, απόδοση στην Ελλάδα σε τέσσερις ετήσιες δόσεις του 1 δισ. ευρώ των κερδών κεντρικών τραπεζών και ΕΚΤ από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων, μια σούπερ δόση που μπορεί να ξεπερνά ακόμα και τα 15 δισ. ευρώ για το μαξιλάρι ασφαλείας, κρατώντας την Ελλάδα μακριά από σενάρια χρεοκοπίας αν οι αγορές συνεχίσουν να είναι απαγορευτικές για δανεισμό.
Το μαστίγιο, από την άλλη πλευρά, δεν έχει πλήρως αποκαλυφθεί, αν και τα μηνύματα των Ευρωπαίων δείχνουν τον δρόμο. Κάθε τρεις μήνες για τα επόμενα τουλάχιστον τρία χρόνια, η ελληνική κυβέρνηση και η ελληνική οικονομία θα περνούν από ενδελεχές σκανάρισμα.
ΝΕΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΑΝ… Η αναστροφή μνημονιακών μεταρρυθμίσεων, η απροθυμία υλοποίησης νέων διαρκών διαρθρωτικών αλλαγών ή τυχόν παροχές εκτός της μεταμνημονιακής ζυγαριάς θα κοστολογούνται όχι μόνο από τις αγορές, στην τιμωρητική ευχέρεια των οποίων εκτίθεται πλέον η Ελλάδα, αλλά και από τους Ευρωπαίους. Τα περιορισμένα μέτρα ελάφρυνσης χρέους τα οποία αναμένεται να εγκριθούν στην αυριανή συνεδρίαση του Eurogroup θα ακυρώνονται αν η σημερινή και οι επόμενες ελληνικές κυβερνήσεις δεν τηρήσουν τα υπεσχημένα. Στο βάθος του δρόμου, ένα νέο Μνημόνιο μπορεί να καραδοκεί.
Οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης έχουν αποφασίσει ότι η πολιτική «καρότο και μαστίγιο» είναι η ενδεδειγμένη για τη μεταμνημονιακή Ελλάδα και αναμένεται ότι θα προσέλθουν αύριο στο Λουξεμβούργο με πανηγυρικές διαθέσεις. Θα ανακοινώσουν urbi et orbi ότι παρήλθε η περίοδος της οικονομικής κρίσης –που τύποις ξεκίνησε πριν από σχεδόν εννέα χρόνια στην ίδια πόλη –και συνεπώς η Ελλάδα μπορεί να ξαναγίνει μια «κανονική χώρα». Οχι φυσικά εντελώς, αφού ριζικές παρεμβάσεις για το ελληνικό χρέος μάλλον δεν θα υπάρξουν και όσες βρίσκονται στο τραπέζι σίγουρα δεν θα είναι αυτές που θα επιτρέψουν στο ΔΝΤ να χαρακτηρίσει το ελληνικό χρέος μακροχρόνια βιώσιμο. Βεβαιότητα για συμφωνία στη συνεδρίαση του Eurogroup αποπνέει η χθεσινή δήλωση της καγκελαρίου Μέρκελ, μετά τη συνάντηση με τον γάλλο πρόεδρο Μακρόν. «Την Πέμπτη, η Ελλάδα θα κάνει το τελευταίο βήμα για την έξοδο από το πρόγραμμα, ως η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα η οποία εξέρχεται από ένα πρόγραμμα στήριξης» δήλωσε. Στη συνεδρίαση θα παρευρεθεί και η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ.
Ο λόγος για τον οποίο ευρωζώνη και ΔΝΤ επέλεξαν την οδό του συναινετικού διαζυγίου είναι λίγο – πολύ γνωστός. Το ΔΝΤ επιθυμούσε γενναίες αποφάσεις για την ελάφρυνση του ελληνικού άχθους από το χρέος, τις οποίες οι χώρες της ευρωζώνης απέφυγαν τελικώς να υιοθετήσουν. Ετσι, αντί της λήψης εφάπαξ μέτρων για το ελληνικό χρέος, επέλεξαν μια περίπλοκη διαδικασία σταδιακής ελάφρυνσης της Ελλάδας, υπό όρους και προϋποθέσεις.
Με άλλα λόγια, αποφάσισαν πως μετά τη λήξη των τριών Μνημονίων η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να βρίσκεται υπό «ενισχυμένη εποπτεία» και αν μεν τηρεί τα συμφωνηθέντα με τους δανειστές της, θα επιβραβεύεται, ενώ στην αντίθετη περίπτωση θα τιμωρείται. Θα επιβραβεύεται με περίπου 1 δισ. ευρώ τον χρόνο για την ερχόμενη τετραετία αν οι οικονομικές πολιτικές της αξιολογούνται θετικά από τις Βρυξέλλες και θα κινδυνεύει με την εκ νέου υπαγωγή της σε καθεστώς Μνημονίου αν οι οικονομικές πολιτικές της αξιολογούνται αρνητικά.
Οι αποφάσεις αυτές δεν είναι ωστόσο καθόλου βέβαιο ότι θα μετριάσουν τις ανησυχίες των αγορών ως προς την ικανότητα της Ελλάδας να εξυπηρετεί αενάως το διεθνές χρέος της. Ετσι, για τα επόμενα δύο χρόνια οι Βρυξέλλες εκτιμούν πως η χώρα δεν πρέπει να είναι υποχρεωμένη να προσφεύγει για δανεισμό στις αγορές και προς τον σκοπό αυτόν θα δημιουργήσουν, με τη βοήθεια των δημοσιονομικών πλεονασμάτων, ένα μαξιλάρι ασφαλείας της τάξης των 20 δισ. ευρώ. Μετά την παρέλευση της διετίας ευελπιστούν πως η Ελλάδα θα μπορεί πλέον να δανείζεται με λογικούς όρους, ούτως ώστε σταδιακώς να σταθεί στα πόδια της και να βρίσκει τα κεφάλαια που χρειάζεται από τις αγορές.
Μεταξύ των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα πρέπει να υλοποιηθούν μετά τη λήξη του προγράμματος, ο ευρωπαίος αξιωματούχος αναφέρθηκε, τέλος, στην ολοκλήρωση του Εθνικού Κτηματολογίου έως το 2021, στο άνοιγμα της αγοράς ενέργειας εντός του 2019, καθώς και σε μια σειρά αποκρατικοποιήσεων. Οσον αφορά τον κατώτατο μισθό, πληροφορίες αναφέρουν πως η ελληνική κυβέρνηση θα δεσμευθεί σε «μετρημένες» αυξήσεις τα επόμενα χρόνια, στα όρια αντοχής της οικονομίας και των εγκρίσεων των δανειστών.