Στη Συρία σπούδαζε Τεχνολογία Υπολογιστών. Πήρε, όμως, τη μεγάλη απόφαση να φύγει από την πατρίδα του και να αφήσει πίσω την οικογένειά του, όταν τον ανάγκασαν να καταταγεί στο στρατό με τη βία. Το ταξίδι αποδείχθηκε δύσκολο, ακόμη και επικίνδυνο για τον νεαρό Μαζντ μέχρι τελικά να βρει στην Αθήνα –και όχι σε κάποια πόλη της Κεντρικής Ευρώπης –τη ζωή που δεν έκανε. Η σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων βρίσκει τον 25χρονο Μαζντ Σαγιέντ στην Ελλάδα.
Τον Μάιο του 2015 έφυγε από τη Συρία για την Κωνσταντινούπολη, σε μια περίοδο που, όπως λέει και ο ίδιος, ήταν πιο βατή για τους πρόσφυγες. Η μητέρα και τα αδέρφια του δεν ακολούθησαν ενώ ο πατέρας του είχε πεθάνει από καρκίνο δύο μήνες πριν ο νεαρός πρόσφυγας αποφασίσει να φύγει από τη χώρα.
Στην Κωνσταντινούπολη βρήκε σπίτι και εργασία σε τουριστικό γραφείο. Δούλευε 14 ακόμη και 16 ώρες την ημέρα, με μηνιαίο μισθό 200 δολαρίων. Αν και μέσα από πολλές δυσκολίες, είχε καταφέρει, όπως λέει, να στρώσει τη ζωή του μέχρι που ο θείος του που μένει μόνιμα στη Γερμανία ζήτησε από τον νεαρό Μαζντ να πάει στην ευρωπαϊκή χώρα.
Προϋπόθεση ήταν να ταξιδέψει στη Γερμανία, συνοδεύοντας την οικογένεια του θείου του που βρισκόταν στη Σμύρνη. «Εφτασα στη Σμύρνη και η θεία μου πλήρωσε όλα τα χρήματα που απαιτούσε ο διακινητής. Κι ένα βράδυ μαζί με εκείνη και τα τέσσερα παιδιά της μπήκαμε στη βάρκα των εννέα μέτρων. Ημασταν συνολικά 45 άτομα! Βγήκαμε στη Μυτιλήνη και για δέκα μέρες μείναμε στον καταυλισμό της Μόριας. Ηταν Μάρτης του 2016 και τότε πληροφορηθήκαμε πως έκλεισαν τα σύνορα στα βόρεια της χώρας», θυμάται μιλώντας στα «ΝΕΑ».
Στον Πειραιά. Παρά τις δυσμενείς συνθήκες, έβγαλαν εισιτήρια για την Αθήνα, «χωρίς να ξέρουμε ακριβώς πού πάμε και τι θα κάνουμε. Φτάσαμε στο λιμάνι του Πειραιά και οι αστυνομικοί μας είπαν να περάσουμε στην πύλη Ε3, όπου μας έδωσαν φαγητό και κουβέρτες. Νομίζαμε πως θα ήταν για ένα δυο βράδια. Πέρασαν, όμως, σχεδόν τρεις μήνες. Δεν είχαμε νερό για να πλυθούμε. Ζούσαμε λες και ήμασταν στη ζούγκλα». Μέχρι που άνοιξε το Κέντρο στον Σκαραμαγκά. Ο Μαζντ ήταν έτοιμος να πάει στη δομή, όταν μία εθελόντρια προσφέρθηκε να τον φιλοξενήσει. Στο διάστημα που έμεινε στο σπίτι της εκείνη τού έμαθε αγγλικά.
«Μου έλεγε πως εάν θέλω να πάω σε χώρα του εξωτερικού θα πρέπει να γνωρίζω αγγλικά. Εκείνη ήταν, βέβαια, που κάποια στιγμή μου έκανε και την ερώτηση που μέχρι τότε δεν είχα σκεφτεί: «Εχεις σκεφτεί μήπως μείνεις στην Ελλάδα μόνιμα;». Αρχικά ήμουν μπερδεμένος, όσο περνούσε ο καιρός, όμως, γινόμουν όλο και σίγουρος: Θα έμενα στην Ελλάδα, αν και ήξερα πως ήταν μεγάλο ρίσκο αφού η κρίση έχει κάνει ακόμη και τους Ελληνες να περνούν πολύ δύσκολα. Είχα αρχίσει, όμως, να αγαπώ το περιβάλλον, διαπίστωσα ότι έχουμε πολλά κοινά σαν λαοί. Εάν έφευγα για το εξωτερικό θα έπρεπε να ξεκινήσω από την αρχή: να βρεθώ και πάλι σε κάποιο camp, να μπω στη διαδικασία να γνωρίσω άλλους ανθρώπους, να αρχίσω να χτίζω από την αρχή τη ζωή μου».
Διερμηνέας, φοιτητής και ηθοποιός
«Ολα όσα έχω καταφέρει είναι εδώ στην Ελλάδα»
Ο νεαρός Σύρος βρήκε δουλειά στην οργάνωση Solidarity Now ως διερμηνέας και ξεκίνησε σπουδές Αγγλικής Φιλολογίας σε αμερικανικό κολέγιο στην Αθήνα. Αλλωστε, στόχος και της οργάνωσης Solidarity Now είναι η ομαλή κοινωνική ένταξη των προσφύγων και μεταναστών στην ελληνική κοινωνία, με άξονα την εκπαίδευση και την παροχή εξειδικευμένων γνώσεων σε Ελληνες και ξένους. Είναι ενδεικτικό ότι το 2017 περισσότερα από 2.200 άτομα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη συμμετείχαν σε προγράμματα του SolidarityNow, κυρίως για να μάθουν ελληνικά και αγγλικά, ένας αριθμός που αυξάνεται μέσα στο 2018.
Το μεγάλο όνειρο του Μαζντ ήταν να γίνει ηθοποιός και το έκανε πραγματικότητα αφού συμμετέχει στο έργο «Τρωάδες-Anima Captus», το οποίο πρόκειται να παρουσιαστεί εκτός από την Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Επόμενος στόχος για τον 25χρονο, αφού μάθει καλά την ελληνική γλώσσα; «Να κάνω θεατρικές σπουδές». Η απάντηση του 25χρονου Σύρου στην ερώτηση εάν φανταζόταν πως η ζωή του θα έπαιρνε αυτή την πορεία είναι αποστομωτική. «Μεγάλωσα μέσα στον πόλεμο. Δεν “έχτισα” κάτι στη χώρα μου. Ολα όσα έχω καταφέρει είναι εδώ στην Ελλάδα. Ηρθα άδειος και πλέον είμαι ένας νέος άνθρωπος που αποκτά γνώσεις και εμπειρίες. Κι αυτό το χρωστάω σε εθελοντές που με βοήθησαν αλλά και στον εαυτό μου. Δεν στηρίχτηκα στη βοήθεια του ελληνικού κράτους – οικονομική ή υλική – ούτε των οργανώσεων, και γι’ αυτό είμαι περήφανος».