Είναι η δεύτερη φορά που επιλέξατε να ανεβάσετε τις «Ευμενίδες»… Και πενήντα θα μπορούσα, γιατί δεν τελειώνει ο διάλογος με αυτό το έργο. Είναι μοναδικό στο είδος του. Οι Ευμενίδες μιλάνε για συμπαντικές συγκρούσεις της ανθρώπινης φύσης που είναι πολύ βαθιές. Ολοι μιλούν για το πρώτο δικαστήριο που είχε στηθεί κ.λπ. Εμένα δεν με έχει αγγίξει καθόλου αυτό το, ας πούμε, νομικό σκέλος. Ποιος σκέφτηκε να προσωποποιήσει όλο αυτό το σκοτάδι που φέρνουμε μέσα μας; Τι μας εμποδίζει να ζούμε μέσα σε φυσική αρμονία, όπως τα μυρμήγκια; Τι μας εμποδίζει να είμαστε συνέχεια της φύσης; Ηθελα λοιπόν αυτές τις «φωνές» να τις κάνω ορατό εχθρό για να μπορώ να συνομιλήσω. Ο μοναδικός θνητός που παίζει σε αυτό το έργο είναι κάποιος που κατάφερε και σκότωσε τη μητέρα του.
Αυτό το στοιχείο σάς συγκινεί; Αυτό που με συγκινεί τρομερά είναι αυτές οι «φωνές»! Από πού ξεκινάνε αυτές οι εσωτερικές φωνές που μας κάνουν να νιώθουμε «λίγοι», «χοντροί», ενοχές ότι δεν είμαστε ολόκληροι τέλος πάντων. Μέσα στο έργο συντελείται μια απίστευτη συμφωνία ανάμεσα στη θεά Αθηνά και τον θνητό που την παρακαλάει να τον βοηθήσει. Κι εκεί που ελευθερώνεται ο θνητός από τις «φωνές» και αυτές λένε στη θεά «τώρα εμείς τι θα κάνουμε» εκείνη απαντά «θα σας βάλω στα έγκατα της γης, εκεί που θα είστε ευτυχισμένες και αόρατες, άρα πολύ δυνατές». Αυτή η συμφωνία της λογικής και της σοφίας με συγκλονίζουν. Δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος απαλλαγμένος από αυτή τη συμφωνία.
Γιατί κάνετε την παράσταση στις έξι το πρωί; Είναι αλλιώς οι αισθήσεις. Το βλέπω όλο το έργο σαν προσευχή. Οποιος αντέξει θα έρθει. Οσοι έρθουν. Εκείνη την ώρα κάτι αλλάζει στον κόσμο. Για να ηχήσει αυτό το κείμενο σε χώρο πρέπει να βρεθεί ένας ενδιάμεσος. Την πρώτη φορά στην Πειραιώς 260 (το 2015) άνοιξα την πόρτα και είπα μια ιστορία που την είχα καταπιεί. Ημουν εγώ και οι φωνές μέσα σε μια συγχώνευση. Να το πω αλλιώς: ήθελα να φυσικό φως της αυγής και όχι τους προβολείς το βράδυ. Χρησιμοποιούμε τη φυσική ροή των πραγμάτων –ο ήλιος που θα ανατείλει την ώρα της παράστασης –κι έτσι προστίθεται μια νέα εξέλιξη. Να δούμε όλοι μαζί τι γίνεται στο τοπίο εκείνη την ώρα επειδή ακούγεται αυτό το κείμενο.
Φαντάζομαι ότι στο ξεκίνημά σας δεν είχατε τόσο βαθιές ανησυχίες… Καθόλου. Πάντα με βασάνιζε η σκέψη ότι θα κάνω μια δουλειά στην οποία θα λέω ψέματα. Επρεπε να βρω τους μηχανισμούς που θα μου δώσουν και μια αποστολή. Να γίνει πιο χρήσιμη αυτή η δουλειά. Προσπαθώ να βρίσκομαι πάντα σε μια περιοχή όπου δεν ορίζω εγώ τα πράγματα. Επιδιώκω να φτιάχνω τις συνθήκες έτσι ώστε ναι μεν να ξέρω τι κάνω μέσα στην παράσταση, αλλά και να ερεθίζω μια περιοχή η οποία θα με κάνει να βγω εκτός ελέγχου. Μόνο όταν συμβεί αυτό μπορώ να συναντηθώ με το κοινό. Το να ανεβαίνω στη σκηνή και να σου δείχνω τι μπορώ να κάνω και ποια είναι τα όπλα μου δεν είναι χρήσιμο.
Να ρισκάρω και να μου συμβεί κάτι που δεν το περίμενα. Γι’ αυτό πληρώνομαι, για να ρισκάρω για τους άλλους: να ερωτευθείς, να σκοτωθείς, να σκοτώσεις τη μάνα σου. Τελικά βέβαια ποτέ δεν μπορείς να τα καταφέρεις ως ηθοποιός να λειτουργήσεις τόσο απελευθερωτικά. Μόνο να κοιτάς προς τα εκεί και ίσως κάτι μπορεί να γίνει. Και το να μην τα καταφέρνεις είναι πολύ βασανιστικό. Το σύστημα είναι φτιαγμένο για να ζει μέσα στην ασφάλειά του. Και η αποστολή σου στη σκηνή είναι αντίθετη προς την ασφάλεια που έχεις φτιαχτεί να ζεις. Μονίμως ασφάλεια αγοράζουμε. Σπίτι, σχέση, παιδιά. Είμαστε έτσι φτιαγμένοι.
Νιώθετε εγκλωβισμένη μέσα σε αυτή την ασφάλεια; Πάρα πολύ. Είναι ένα φυσικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης το οποίο είναι τρομερά αποπνικτικό.
Εσείς έχετε πάρει τα ρίσκα σας… Ετσι σας αφήνω να νομίζετε. Είναι μια εικόνα που έχω πλάσει γιατί την είχα ανάγκη. Αφήνω να πιστεύουν ότι είμαι κάποια που ρισκάρει, που κάνει τη ζωή που θέλει –τη ζωή που θέλω κάνω αλλά και αυτό είναι «εγκλωβιστικό». Πώς ξέρω ποια είναι η ζωή που θέλω;
Οχι αυτή που σας κάνει ευτυχισμένη; Και πώς ξέρω αν η ευτυχία δεν βρίσκεται στα χωριά του Νεπάλ;
Οχι, δεν είμαι καλά. Με βλέπετε να είμαι καλά; Χρειάστηκα το θέατρο στη ζωή μου για να βγω από κάτι ψυχικό που μου ήταν βασανιστικό. Οπότε δεν ξέρω και αν το θέατρο είναι αυτό που θέλω να κάνω πραγματικά στη ζωή μου. Ηρθε στη ζωή μου για να με βοηθήσει να επιβιώσω. Οπότε είμαι εξαρτημένη. Ή θέατρο θα κάνω ή στα ναρκωτικά θα πέσω. Ελευθερία είναι αυτό; Το επέλεξα από ανάγκη κάποια στιγμή όταν ήμουν επτά ετών. Είχα ανάγκη να εξισορροπήσω δυο δυνάμεις: του σπιτιού και μια ανάγκη εκτόνωσης. Αν η ισορροπία μέσα στο σπίτι ήταν όπως έπρεπε μπορεί να μη χρειαζόμουν το θέατρο.
Δεν είχα προβλεπόμενα. Ολα ήταν κάπως «ξένα». Η μητέρα μου Γαλλίδα που βρέθηκε μόνη στην Ελλάδα με δυο παιδιά και ο πατέρας μου ναυτικός. Και οι δύο ήταν εκτός. Αυτό που εγγράφεται μέσα σου είναι η απουσία. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να διαχειριστεί σε μια ξένη χώρα τη δεκαετία του ’80 πολλά πράγματα. Οπότε αναγκάστηκα εγώ να γίνω και λίγο «διαχειριστής», παρ’ όλο που ήμουν μικρή. Ετσι πήγα κάπου για να εκτονώσω την ανάγκη να είμαι παιδί. Και πού θα πήγαινα; Εκεί που παίζουν. Στο θέατρο. Ωραία το είπα τώρα αυτό. Θα το δείξω στην ψυχαναλύτριά μου.
Και θέατρο και ψυχανάλυση; Είδα μερικά εμπόδιά μου, αναρωτήθηκα πολλές φορές γιατί έρχονται με τρόπο που δεν θέλω και πήγα.
Η βία στις σχέσεις. Ενιωσα βιαιότητα στις ερωτικές μου σχέσεις και αναρωτήθηκα γιατί αφού δεν το είχα ζήσει με τους γονείς μου. Δεν είχαν απλώσει χέρι πάνω μου. Γιατί ήμουν ένας άνθρωπος που ζούσα μέσα στη βία. Ζούσα μέσα στο ξύλο. Ακόμη και μαχαίρωμα. Εβγαλε ένα μαχαίρι και στην άμυνα πάνω τραυματίστηκα. Εχω ράμματα στο χέρι. Πάνω στα μεγάλα πάθη…
Να ψάχνω να βρω από πού ξεκινάει. Είναι το κομμάτι του ανθρώπου που έχει ένα βαρέλι χωρίς πάτο μέσα του. Κάτι που δεν μου ικανοποιήθηκε όταν ήμουν μικρή. Αυτό ως ενήλικος ψάχνεις να το τροφοδοτήσεις. Θυμώνεις και γίνεσαι βίαιος. Ηταν μια περίοδος που ήμουν πολύ κακή και στη δουλειά. Θα σας το πω συνοπτικά και σε παρόντα χρόνο: είναι η εποχή προσπαθώ να συνομιλήσω με την αρχή της φυλακής μου. Δηλαδή την ανάγκη μου για επιβεβαίωση. Είμαι ακόμη δέσμια της μαμάς μου, θέλω να ακούσω το μπράβο της. Αυτό δεν με αφήνει να ζήσω. Αυτή την επιβεβαίωση ψάχνω και αυτή η αναζήτηση με κάνει πολλές φορές κακή ηθοποιό.
Αυτό είναι το πιο έντονο συναίσθημα των παιδικών σας χρόνων; Θα σας πω κάτι άλλο που έγινε. Οταν ήμουν παιδί είχα έναν κολλητό, τον Λάζαρο, που κάναμε τα πάντα μαζί. Ημουν ερωτευμένη μαζί του, αυτοκόλλητοι. Μια σχέση έντονη. Αυτό το παιδί όταν τελειώσαμε το δημοτικό σκοτώνεται. Αυτό το παιδί ήταν σαν να σκότωσε τη μισή Στεφανία. Δεν υπήρχα χωρίς αυτόν. Με καθόρισε αυτή η απώλεια.
Χρειάστηκε να φέρω την ανδρική μου πλευρά πιο έξω, να συμφιλιωθώ. Είπα ότι θα γίνω εγώ ο Λάζαρος. Ξεκίνησε μια μεγάλη πάλη μέσα στην προσωπικότητά μου η οποία συνεχίζεται μέχρι και τώρα. Επαθα σοκ. Συνέπεσε και με μια σχετική αδιαφορία των γονιών μου τότε –δεν θα τους αρέσει που το λέω αυτό. Ξαφνικά έγινα κορίτσι και άντρας μαζί. Αυτό άρχισε να χτίζεται στην προσωπικότητά μου πολύ έντονα. Μπορεί να μην πέθαινε και να συνέβαινε το ίδιο, δεν ξέρω. Θα πω ένα παράδειγμα. Μετά τον θάνατό του απαίτησα από τους γονείς μου να πάω σε σχολείο θηλέων. Είπα ότι δεν θα ξανακάνω τέτοια σχέση για να μη μου ξαναφύγει.
Με αυτόν τον επώδυνο τρόπο η ζωή σάς έδειξε τι πραγματικά θέλετε να είστε; Ναι. Αλλά και από την άλλη, μπορεί ένας θάνατος να μας ορίζει τα πράγματα; Δεν ξέρω. Ζω μέσα σε κώδικες και αυτή είναι η φυλακή μου.