Μια φωτογραφία από το κέντρο της Καρδίτσας, κάποιο μακρινό καλοκαίρι της δεκαετίας του ’50, ίσως και πιο παλιά, πριν τον πόλεμο. Από αυτές που, αν και ελαφρώς στημένες, μας θυμίζουν ενίοτε με ακρίβεια μια περασμένη Ελλάδα. Στο φόντο το ξενοδοχείο Aρνη –από την προϊστορική Aρνη, την οποία κατέλαβαν οι Θεσσαλοί από τους Βοιωτούς εξήντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας –με τον τρούλο του που τώρα πλέον δεν υπάρχει. Τον έχασε στον μεγάλο σεισμό του ’54. Σκέφτομαι ότι το όνομα περιέχει μια άρνη-ση. Την άρνηση ίσως του κτιρίου να δεχθεί την αποκατάσταση της απώλειας στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Την άρνηση του χρόνου να κυλήσει μέσα στη φωτογραφία. Να αφήσει τις μαθήτριες να διασχίσουν το πλάνο, με κατεύθυνση την κεντρική πλατεία, το καλοκαίρι να ωριμάσει, να περάσει ο χρόνος, να περάσουν οι εποχές, τα χρόνια και να με βρει κι εμένα κάπου εκεί, αργότερα τη δεκαετία του ’70, να περνάω καλοκαίρια στους παππούδες.
Είναι πολύ ζεστό το καλοκαίρι στον κάμπο. Υγρασία, κουνούπια και «ζέστα», όπως τη λένε –τη λέμε –οι ντόπιοι. Τα μεσημέρια ερήμωνε η πόλη για τον μεσημεριανό ύπνο. Υποχρεωτικός για τα μικρά παιδιά που προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε, όταν οι μεγάλοι είχαν παραδοθεί στον Μορφέα. Αν τα καταφέρναμε, είχαμε μια δυο ώρες απόλυτης ελευθερίας για σκανταλιές. Μικρός ένας θείος μου, λέει ένας οικογενειακός μύθος, αφού ξέφυγε από τη μεσημβρινή κατάκλιση, βγήκε στον έρημο δρόμο. Και αφού χαζοπαζαρεύτηκε (1) εδώ κι εκεί, παρατήρησε στον απέναντι κήπο ένα εντυπωσιακό λουλούδι. Χτύπησε την πόρτα του σπιτιού. Η γειτόνισσα εμφανίστηκε απορημένη και με αγωνία για το τι είχε συμβεί, να χτυπάνε μεσημεριάτικα την πόρτα. «Θεια! Ενα τριαντάφυλλο άνθισε στον κήπο σ’».
Ενα αμαξάκι διακρίνεται στα αριστερά της φωτογραφίας. Αραγμένο στην αρχή της οδού Καραϊσκάκη και στραμμένο προς την ομώνυμη πλατεία. Αν κανείς συνεχίσει προς την ίδια κατεύθυνση, θα διασχίσει την πόλη και θα βρεθεί στο σιδηροδρομικό σταθμό. Πάντα μου έκαναν εντύπωση οι δυο κολόνες σε σχήμα V της εισόδου του που καβαλούσαμε, τσιμεντένια άλογα, κοιτώντας την πόλη και ο σχεδόν πάντα άδειος θάλαμος αναμονής και έκδοσης εισιτηρίων, όταν κατέληγα εκεί στις εξορμήσεις μου με το παιδικό ποδήλατο. Ο σταθμός οριοθετεί την πόλη, αφού μπροστά του σταματά ο κεντρικός δρόμος της Καρδίτσας και πίσω του βρίσκονται χωράφια. Προς τα αριστερά του η γειτονιά της Αγίας Παρασκευής και δεξιά ο δρόμος προς τις εργατικές κατοικίες και το «Παλέρμο», ένα ανοικτό λαϊκό γήπεδο ποδοσφαίρου όπου έπαιζαν οι μεγαλύτεροι. Τις ίδιες κατευθύνσεις είχαν και οι σιδηροδρομικές γραμμές. Τρίκαλα και Καλαμπάκα προς τη μια, Παλαιοφάρσαλα προς την άλλη.
Παρασύρθηκα όμως. Οι παλιές φωτογραφίες χώρων που αναγνωρίζουμε δημιουργούν συνειρμούς μνήμης. Αυτοί συνήθως έχουν κατεύθυνση αντίθετη προς τη ροή του χρόνου. Δηλαδή προς τα πίσω. Σαν να βρίσκεσαι στην κουκέτα ενός τρένου και ξάφνου, όπως συχνά συνέβαινε στα παλιά τρένα, αυτό σταματά. Και όταν μετά από ώρα ξεκινά, χωρίς καμία ενημέρωση από τον καποτρένο (2), τότε αυτό παίρνει την αντίθετη κατεύθυνση. Συνέβαινε παλιά, όταν άλλαζαν τα τρένα γραμμή, για να περάσει η υπερταχεία. Εσύ, επιβάτης, δεν έχεις κανέναν απολύτως έλεγχο και αφήνεσαι στη νέα, αντίθετη πορεία, όσο αυτή διαρκέσει.
Κάπως μας βάζει σε υποψίες βέβαια η εγγύτητα των λέξεων συρμός – συνειρμός. Εγγύτητα που δεν άφησε αδιάφορους τους ποιητές. Αν θεωρήσουμε τον συνειρμό του λόγου ένα τρένο που περνά με ταχύτητα, δεν θα μπορέσουμε να διακρίνουμε τα μέτρα που τον συνθέτουν. Τα μέτρα δεν θα πρέπει κανείς εύκολα να τα διακρίνει, κατά τον περιπατητικό φιλόσοφο Δημήτριο τον Φαληρέα (3) παρά μόνο αν κάποιος μας τα δείξει, ένα προς ένα, όπως τα βαγόνια – εικόνες ετούτης της φανταστικής αμαξοστοιχίας.
Ο Εμπειρίκος μιλά στο «Αμούρ-Αμούρ»για αυτές τις «εικόνες εναργείς» των συνειρμών, ως φωτογραφίες χρονολογικά ταξινομημένες σε ένα λεύκωμα (4). Ετσι συγχέονται η Αρνη – άρνηση, με το ζεστό καλοκαίρι και τα τρένα μέσα στον καπνό μιας συνειρμικής ατμομηχανής που είναι έτοιμη να ξεκινήσει. Από μια φωτογραφία μιας όχι και τόσο μακρινής εποχής οδηγείσαι στη δικιά σου έκφανση της ίδιας πόλης, της τόσο διαφορετικής με τα χρόνια, με τις απουσίες ανθρώπων, τρούλων, κτιρίων ολόκληρων. Αυτή είναι η άρνηση του χρόνου. Η άρνηση της διάρκειας εκείνων των καλοκαιρινών δρόμων που οι διασταυρώσεις τους άνοιγαν ορίζοντες σε άλλες γειτονιές, όπου άλλαζαν οι παρέες, οι φιλίες, οι κήποι, οι αυλές.
Αφήνω όμως εδώ τη νοσταλγική αυτή αναπόληση των καλοκαιριών με μια ακόμα μνήμη. Τα ποτίσματα στον κάμπο. Τις τεράστιες κάνουλες, υπερμεγέθεις ποτιστικές μηχανές γκαζόν, με τον παχύ σωλήνα τους τυλιγμένο σε μεταλλικά μασούρια. Τα έβλεπα πάντα από το παράθυρο της θεσσαλικής οτομοτρίς Breda (πολεμική αποζημίωση της Ιταλίας), του τρένου που πέρναγε από τον σταθμό της Καρδίτσας και συνδέει ακόμα, με στενότερη γραμμή από το υπόλοιπο δίκτυο, αυτή την πλευρά της Θεσσαλίας με την κύρια γραμμή Αθήνα – Λάρισα – Θεσσαλονίκη. Καθώς το νερό σχημάτιζε την καμπύλη του τροχιά προς την καλλιέργεια, ένα μεταλλικό έλασμα με ένα φάλτσο στην άκρη διέκοπτε στιγμιαία τη ροή και πεταγόταν πάλι πίσω από την ορμή του ύδατος, για να ξαναγυρίσει, και ξανά το ίδιο από την αρχή. Ενα ρολόι που στιγμιαία ο δείκτης του, σαν κλείστρο φωτογραφικής μηχανής, ακινητώντας, μέτραγε με εκρήξεις άπειρων σταγόνων το χρόνο, τα χρόνια: ένα, δύο, τρία, σαράντα, πενήντα και βάλε.
(1) γύριζε χωρίς σκοπό
(2) il capo di treno, στα ιταλικά ο υπεύθυνος του συρμού
(3) Περί ερμηνείας [3,180]
(4) Ανδρέας Εμπειρίκος, «αμούραμούρ», Γραπτά ή προσωπική μυθολογία, Αγρα, σ. 20-22