Αρκεί η εξής επιλογική δήλωση, η οποία παρέχει εμμέσως πλην σαφώς ένα ενδεικτικό μέτρο της μεθοδολογίας, η οποία ευφυώς υιοθετείται για τις πλείστες ανάγκες των σαρωτικών αναλύσεων του θέματος: «σκέφτομαι ότι, αυθόρμητα, ενστικτωδώς, ο δημοτικός ποιητής στοιχημάτισε τόσο πολύ στο αίμα επειδή το προέκρινε σαν το μόνο άξιο και τίμιο όπλο με το οποίο θα μπορούσε να πολεμήσει τις συνέπειες μιας ομοιοκαταληξίας, με το ψέμα, η οποία, ενώ γίνεται ρητή και ακουστή σποραδικά, υπάρχει πάντοτε στο μη φωνητικό βάθος, σαρκαστική ή και προδοτική: ψέματα οι πιο γλυκές υποσχέσεις, ψέματα οι βαρύτατοι όρκοι, ψέμα η αγάπη. Αυτό το ψέμα, ή μάλλον τον εγγενή φόβο του ψέματος, μόνο το αίμα μπορεί να τον πολεμήσει». Η πολύτροπη, έμπειρη γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού, το οποίο δεν παύει, συν τοις άλλοις, να ψάλλει την κατά βάθος θυσιαστική πλευρά των ερώτων, αφορά άμεσα, καταλυτικά δηλαδή τον Παντελή Μπουκάλα. Παρέχει δε αφειδώς το ικανό και αναγκαίο εκείνο έναυσμα για να πλεύσει πλησίστιος στο σύμπαν των αρμοδίων, των σημαινόντων ήχων. Εκεί δηλαδή όπου οι αλλεπάλληλοι φόνοι ακυρώνουν το ίδιο το είδωλο της διάφυλης σχέσης.
Η οριακή αδυναμία της ερωτικής συναντίληψης εν αγαθώ, ως διαχρονικό αντικείμενο της εξομολογητικής εν προκειμένω έκρηξης, αποτυπώνεται διαδοχικά στα επί μέρους τμήματα του έργου, με ενάργεια και σπάνιο φιλολογικό τακτ. Ετσι, το τραγούδι των αιμάτων, το οποίο προκύπτει μέσα από «την ποικίλη δράση» όχι και τόσο στοχαστικών προσαρμογών συνιστά το καταλληλότερο για την περίσταση επιτύμβιο. Η ολοκλήρωση της αποτυχίας της σεξουαλικής αγάπης να οδηγήσει στο εν τέλει εμμανώς ποθούμενο, στην πλήρη δηλαδή αφομοίωση ενός σχεδόν οραματικού εσύ από ένα αδυσώπητο, ουδέποτε νηφάλιο, κατά κανόνα, εγώ, εγγράφεται ως μείζων ελεγεία εν προόδω.
Διαχρονική επιστροφή
Ο συγγραφέας, με τη συστηματική χρήση αμάχητων πειστηρίων, υποστηρίζει, όπως έχω τονίσει παλαιότερα σ’ αυτές τις φιλόξενες σελίδες, ότι η εμφανέστατη διαχρονική επιστροφή σε σταθερούς θεματικούς άξονες, σε κοινούς γλωσσικούς τύπους ή σε προσφιλή σημασιοσυντακτικά φαινόμενα, ανανεώνοντας, συν τοις άλλοις, τα όσα τελούνται στο πεδίο του ύφους, επιβεβαιώνει στη δημιουργική πράξη, σε απόλυτο μάλιστα βαθμό βεβαιότητας, τόσο την αισθητική αξιοσύνη της ανώνυμης νεοελληνικής ποίησης όσο και τη συνεπή λειτουργία του συνεχώς τελούντος εν εγρηγόρσει μηχανισμού της αναλογίας. Ο ίδιος στη συνέχεια οικοδομεί, με υποδειγματική επάρκεια και ρηματική συνέπεια, ένα ολόκληρο σύστημα λεπτομερούς αξιολόγησης, σχολαστικής διερμηνείας, λειτουργικής συσχέτισης και κατ’ επέκταση συστηματικής έκθεσης του δημώδους διαβήματος στη σημερινή σκηνή. Ετσι, σε εθνική αλλά και σε διεθνή συνθήκη, το άσμα του λαού μας δείχνει την αλήθεια του σε όλες τις προεκτάσεις της.
Οπως ακριβώς συμβαίνει και στο αμέσως προηγούμενο έργο του, το οποίο τιτλοφορείται «Οταν το ρήμα γίνεται όνομα – Η «Αγαπώ» και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των Δημοτικών», που η κριτική τίμησε δεόντως, η σχετική τεκμηρίωση ολοκληρώνεται κι εδώ κατά τρόπο πειστικό και άμεσο. Η εκάστοτε, οξύνους όντως, ανάλυση του Παντελή Μπουκάλα διακρίνεται, μεταξύ άλλων, από τη συνειδητή προβολή ουσιών λόγου. Το ένα κεφάλαιο, προκύπτοντας αβίαστα από το άλλο, συνιστά εστία κομβικών σημασιών. Το δοκιμιακό ήθος αναφαίνεται από σελίδα σε σελίδα: το αενάως υπομνηματιζόμενο φώνημα διπλασιάζεται συνεπώς αξιακά, συνιστώντας εν τέλει Νουν.
Δείκτες πορείας
Οι τριάντα σελίδες βιβλιογραφίας, οι διακόσιες σελίδες των εξαντλητικών σημειώσεων, οι αλλεπάλληλες συνετές παραπομπές, τα λίαν διαφωτιστικά σχόλια καθιστούν κι αυτόν τον τόμο ένα καθόλα απαραίτητο εργαλείο γνώσης. Τα τέσσερα κεφάλαια ή άλλως δείκτες πορείας, που ονομάζονται αντιστοίχως «Εμπόλεμος έρωτας», σε δεκαεπτά ενότητες, «Ο έρωτας σαν εκούσια σφαγή», σε δύο, «Το σφαγείο του έρωτα», σε δέκα και «Το όνομα, το αίτημα, το αίμα» σε πέντε ενότητες, συναποτελούν τις κλείδες μιας στοχαστικής, εξόφθαλμα εμβριθούς επανατοποθέτησης του ερωτικού διαβήματος των ανωνύμων μας τραγουδοποιών. Εδώ η απατηλή σαγήνη, που είθισται να επικαλύπτει το κενόν των ερώτων, διαλύεται. Ο σκοτεινός πόθος, σε συνδυασμό με τη μανία της εκδίκησης, ασύμμετρης ή μη, υπαγορεύει τις μοιραίες συμπεριφορές.
«Ο μελετητής θα ανακαλύψει», όπως υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, η Ανθούλα Δανιήλ στις σελίδες του ηλεκτρονικού περιοδικού «Διάστιχο», από τις 8 Φεβρουαρίου τ. έ., «τις επώνυμες διακλαδώσεις του δημοτικού τραγουδιού, όπως τον συσχετισμό του κάλλους με βέλος, στο μυθιστόρημα του Αχιλλέα Τατίου «Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα», με το κάλλος να είναι οξύτερο του βέλους. Το σχόλιο του Τατίου σε μετάφραση Γιώργη Γιατρομανωλάκη έχει ως εξής: «Γιατί το κάλλος πληγώνει πιο βαθιά απ’ τη σαΐτα, καθώς χύνεται από τα μάτια και μέσα στην ψυχή κατεβαίνει –τα μάτια είναι ο δρόμος για τις πληγές του έρωτα». Ακολουθούν τα σχόλια των μελετητών στους αιώνες που πέρασαν κι οι οποίοι επικαλούνται άλλους. Από τη μακρά αλυσίδα, καταγράφω με τη σειρά που διαβάζω: Κουκουλές, Μανασσής, Λόγγος, Πηλουσιώτης, Αμοιρούτζης. Επισημαίνω, επίσης, την υποδειγματική αξιοποίηση, εντός του εν λόγω πλαισίου πάντα, «του πρώτου ομοφυλοφιλικού νεοελληνικού ποιήματος» κατά τον χαρακτηρισμό του Σπύρου Καρυδάκη. Πρόκειται για την καθόλα απρόοπτη, εξόφθαλμα τολμηρή «Δικαίαν εκδίκησιν» του Γεωργίου Τερτσέτη (1800-1874). Αν και δεν δικαιώνεται τότε η εναλλακτική σεξουαλική δράση, παρέχεται εν τούτοις εμμέσως πλην σαφώς ένα μέσον μιας πρώτης προσέγγισης της πολλαπλώς απαγορευμένης ζώνης των αποκλινόντων ερώτων.
Ισότιμη βάση
Τελείως ενδεικτικά, οίκοθεν νοείται, είναι τα όσα απομονώνω εδώ από το λίαν ευρύ φάσμα των αποδελτιώσεων και των υπομνηματισμών ύφους και περιεχομένου. Θα μπορούσα κάλλιστα να ισχυριστώ ότι το κυρίως μέρος και οι σημειώσεις δρουν σε ισότιμη σημειολογική βάση: οι δεύτερες δεν συνιστούν απλώς προεκτάσεις ή τυπικές διασαφηνίσεις του πρώτου, αλλά αυτοτελείς, πλήρεις δηλαδή κοιτίδες νοήματος. Το σχόλιο εν ολίγοις αφορά εδώ στην περαιτέρω διερμηνεία της συγκεκριμένης οντολογίας, η οποία προκύπτει μέσα από τους στίχους του Ποταμού, ήτοι «του αίματος της αγάπης».
Κοντολογίς, πρόκειται για βαρύτιμο έργο ζωής. Ενα opus magnum του οτρηρού αυτού δοκιμιογράφου και βραβευμένου, ως γνωστόν, ποιητή, ο οποίος, αφού είδε στον καθρέφτη του δημοτικού μας τραγουδιού όλες τις κορυφώσεις της ιλαροτραγωδίας του καθολικού ανθρώπου, αποτύπωσε και αποτυπώνει με ιδιάζον σθένος και αμείωτη ετοιμότητα ό, τι ακριβώς τον έθελξε κατ’ εξοχήν.
Παντελής Μπουκάλας
Το αίμα της αγάπης
Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση
Εκδ. Αγρα, 2017, σελ. 821
Τιμή: 25 ευρώ