Επιτρέψτε μου μερικά σχετικά αυτοβιογραφικά. Το 1957 ήμουν παρών στην πρεμιέρα στο υπόγειο του «Θεάτρου Τέχνης» της «Αυλής των θαυμάτων» του Καμπανέλλη. Πριν από 60 χρόνια, στην Ανοιξη της νεοελληνικής δραματουργίας. Μαθητής Ροντήρη δεν είχα χάσει ούτε μια παράσταση του Κουν. Ημουν παρών στην εναρκτήρια παράσταση στο Υπόγειο του Αρσακείου της «Μικρής μας πόλης» του Θόρντον Γουάιλντερ το 1954 και ήμουν παρών στις πρεμιέρες του Κεχαΐδη, του Σκούρτη και της Αναγνωστάκη. Πριν λοιπόν από 52 χρόνια είδα την τριλογία της θεσσαλονικιώτισσας αδελφής του μεγάλου ποιητή που με παρηγορούσε έφηβο στη γενέθλια πόλη μου Μανόλη Αναγνωστάκη «Η πόλη». Ηταν τρία μονόπρακτα: «Η παρέλαση, «Η πόλη», «Η διανυκτέρευση». Την ίδια ακριβώς εποχή ο Κουν είχε ανεβάσει το αριστούργημα του Αλμπι «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ».
Πολιτικά εκείνη την εποχή η Ελλάδα, έναν χρόνο πριν από το πραξικόπημα των γαλονάδων, βρισκόταν σε κοινωνική, οικονομική, ηθική και πολιτική κρίση. Το φάσμα της εκτροπής επλανάτο πάνω από τη χώρα. Κυρίως μετά την άγρια δολοφονία του βουλευτή Λαμπράκη και αργότερα του διαδηλωτή Πέτρουλα.
Η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη-σύμβολο πολλών και σημαδιακών γεγονότων. Για χρόνια, από την εποχή του Εμφυλίου, κυριαρχούσε το μυστήριο της ανεξιχνίαστης δολοφονίας του αμερικανού δημοσιογράφου Πολκ που επρόκειτο να επισκεφτεί τους αντάρτες για να πάρει συνέντευξη με τον Μάρκο Βαφειάδη. Υστερα ακολούθησε το τρίκυκλο του Γκοτζαμάνη και η δολοφονία του Λαμπράκη. Θυμίζω πως στη δικαστική της διερεύνηση επενέβη για συγκάλυψη ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κόλλιας, ο πρώτος πρωθυπουργός της χούντας.
Μέσα σ’ αυτά τα γεγονότα ανδρώθηκε η Λούλα Αναγνωστάκη με τρομερό παρελθόν τον αδελφό της Μανόλη καταδικασμένο σε θάνατο από το Στρατοδικείο της πόλης!
Αν επιμένω σ’ αυτά τα δυστυχώς για τη νέα γενιά (κι όχι μόνο των απλών πολιτών αλλά και των πολιτικών) γεγονότα μετεμφυλιακής ψύχωσης είναι για να τονίσω πως οι σπουδαίοι συγγραφείς από τον Αισχύλο έως τον Ντοστογέφσκι και από τον Αντώνιο Μάτεσι έως τον Ξενόπουλο ωριμάζουν μέσα και εξαιτίας των ιστορικών εμπειριών συχνότατα γράφοντας, όπως έγραφε ο Εγγονόπουλος, στην «πίσω μεριά των αγγελτηρίων θανάτου»!
Δεν θα επιμείνω στα άλλα δύο μονόπρακτα της πρώτης εμφάνισης της Αναγνωστάκη στη σκηνή. Στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών παίχτηκε το μονόπρακτο «Η πόλη» που είναι, νομίζω, και το πυρηνικό της τριλογίας. Εξάλλου με τον τίτλο «Η πόλη» παίχτηκαν από το «Θέατρο Τέχνης».
Ας μου επιτραπεί εδώ μια αναφορά στη γλώσσα μας και να τιμήσουμε την περιπέτεια των σημασιών των λέξεων. Η πανάρχαιη ελληνική λέξη «Πόλις» κατάγεται από το ρήμα πέλομαι που σημαίνει περιφέρομαι και συχνά στο μεταφορικό πεδίο: υπάρχω, αφού η κίνηση, η περιφορά είναι η ουσία λόγω της συνεχούς αλλαγής, της ύπαρξης αφού όπως έλεγε ο Νεύτων «ό,τι κινείται υπάρχει, ό,τι αλλάζει υπάρχει», παραπέμποντας στον Ηράκλειτο και την αιώνια ροή, που είναι ο λόγος των πραγμάτων.
Η λέξη πόλις σήμαινε τον χώρο γύρω από έναν άξονα, γι’ αυτό και ακρόπολις, ο πόλος γύρω από τον οποίο οργανώνεται ένας οικισμός. Από κει και πέρα στο ρήμα (θαμιστικό) «πελάζω», προσεγγίζω, τείνω προς ένα κέντρο, και πελάτης, ο συχνάζων κάπου. Και ύστερα τα νεότερα, πολώνω, πόλωση κ.λπ. Αρχιτεκτονικά η πόλη παλαιότερα τουλάχιστον είχε ένα κέντρο, μια πλατεία, μια αγορά προϊόντων και αγορά λαού, όπου δημόσια κτίρια πέριξ και ο καθεδρικός ναός, το βουλευτήριο ή τα κτίρια (όπως στις Βρυξέλλες) των συνδικάτων.
Αρα η πόλη είναι ένα πεδίο αναφοράς, όπου πεδίο των τιμών είναι κάθε θεσμός, πράγμα, ενέργεια, που αναφέρεται σε ένα κέντρο, θρησκευτικό, πολιτικό, εμπορικό, πνευματικό.
Πολίτης είναι κάθε άτομο που η γέννησή του, η επαγγελματική του δράση, η μνήμη και η παιδεία του αντλούν το κύρος ή την ασφάλειά του, εγγυώνται την ύπαρξή του.
Ο Σοφοκλής στο εξαίσιο πρώτο στάσιμο της «Αντιγόνης» στα περίφημα διώνυμά του στην έννοια «πολίτης» αντιπαραθέτει τη λέξη, έννοια αλήτης και φυγάς (ο περιπλανώμενος και ο εξόριστος).
Επανέρχομαι στο έργο της Αναγνωστάκη για να προσεγγίσω την ανατρεπτική του προσέγγιση. Το ζεύγος που κατοικεί σ’ ένα οίκημα μιας πόλης έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στην πόλη, η οποία εξάλλου δεν εγγυάται ούτε την ασφάλειά του ούτε τη ζωή του. Κυριολεκτικά το ζεύγος είναι πολιορκημένο και εγκαταλελειμμένο σε μια τραγική μοναξιά. Η απειλή της καταστροφής έχει εγκατασταθεί μέσα στην ίδια τη συζυγία. Μετά τη φοβερή εμπειρία της Χιροσίμα, η φιλοσοφία, η λογοτεχνία, η τέχνη έχουν καταγράψει με μελανά χρώματα τη διάσπαση των πάντων, ιδεών θεσμών, αισθημάτων, εννοιών. Ο «Ξένος» του Καμί, οι δύο κλόουν του Μπέκετ, η «Γκερνίκα» του Πικάσο, η ατονική μουσική, ο «Βομβαρδισμένος άνθρωπος» του Ζάτμιν στο λιμάνι του Ρότερνταμ είναι λίγα από τα άπειρα τεκμήρια πως η σύγχρονη πόλη έχει τιναχτεί στον αέρα, ή είναι υπονομευμένη ή είναι απαγορευμένη ή άρρωστη.
Η Λούλα Αναγνωστάκη που μεγαλώνει σε μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη που ήκμασε ως πολυεθνική, όπου ισορρόπησαν και λειτούργησαν δημιουργικά άνθρωποι με διαφορετική θρησκεία, ήθη, φυλή και γλώσσα, ένα από τα τραγικότερα ως πόλη θύματα του διωγμού των Εβραίων, γενέθλιος τόπος του Κεμάλ Ατατούρκ, τόπος όπου γεννήθηκε το πρώτο επαναστατικό εργατικό κίνημα με θύματα της βίας του επίσημου κράτους, εντοπίζει την παθογένεια αυτής της αλλοτρίωσης στον πυρήνα της ανθρώπινης συνάντησης, στο ζεύγος.
Το συζυγικό ζεύγος βιώνει μια αποξένωση, μια διάσταση, μια απώλεια του σκοπού της συνύπαρξης ώστε για να επιβιώσει πρέπει να εφεύρει, να κατασκευάσει μια εικονική πραγματικότητα, να παίξει ξανά ως θέατρο σκηνοθετώντας την παλαιά ανθρώπινη φιλέταιρη, φιλάνθρωπη, αγαπητική συνύπαρξη των ανθρώπων ως πολιτών μιας πόλεως που έχει αρχές, όρους, ισορροπίες, σκοπούς και μέτρο.
Ετσι εισάγεται μέσα στη συνθήκη του διαταραγμένου ζεύγους ένας παρείσακτος που καλείται ερήμην του να υποδυθεί το ελλείπον στοιχείο της παλαιάς ισορροπίας.
Η Αναγνωστάκη για άλλη μια φορά μέσα στην ιστορία της λογοτεχνίας και του θεάτρου καταφεύγει στον καταλύτη, που μας έχει απασχολήσει και άλλες φορές, δεδομένου πως ο καταλύτης είναι διαχρονικό πιόνι στην παρτίδα της ζωής και της τέχνης.
Η μοναξιά, η ανυπαρξία της παλαιάς υπαρξιακής εγγύησης της πόλεως οδηγεί αναγκαία σε μια μίμηση βίου, μίμηση σχέσεων ζωής.
Ο παρείσακτος καλείται να παίξει ρόλο και να συνδράμει με την παρουσία του σε μια απόπειρα επανασύνδεσης του κομμένου νήματος της συζυγίας. Ο Γιάννης Μόσχος, που σκηνοθέτησε το έργο της Αναγνωστάκη για το Φεστιβάλ Αθηνών χωρίς να πειράξει (πράγμα που γίνεται πλέον συστηματικά) και τα δομικά και τα ιδεολογικά και ψυχολογικά δεδομένα, δίδαξε μια παράσταση που τονώθηκε με έξοχα ευρήματα οπτικά, ηχητικά, η επερχόμενη κατάρρευση της πόλης, δηλαδή της δομημένης αναφοράς στην κοινωνία των πολιτών.
Η συνύπαρξη το 1966 της «Πόλης» με τη «Βιρτζίνια Γουλφ» του Αλμπι συνέπεσε να πάνε παράλληλα δύο ανάλογες σκηνοθεσίες μιας φενάκης. Μια πόλη καίγεται, ένας παρείσακτος εξευτελίζεται για να επιβιώσει έστω για λίγο η αίσθηση της συνύπαρξης.
Ετσι και στο έργο του Αλμπι με το νεαρό ζευγάρι και το πλαστό παιδί. Εργα που πηγάζουν από τον «Ξένο» του Καμί και τον «Γκοντό» του Μπέκετ. Η μοναξιά του μεταπολεμικού βομβαρδισμένου ανθρώπου της Χιροσίμα. Η πόλη καίγεται και καταρρέει.
Ο Μόσχος με τις έξοχες κινηματογραφικές παρεμβολές του Χρήστου Δήμα, τους φωτισμούς του Παυλόπουλου και την όψιν της Τζόφα δίδαξε τους τρεις ταλαντούχους ηθοποιούς με γνώμονα έναν φανταστικό ρεαλισμό ύφος. Ο Μιχ. Συριόπουλος γράφει και έχει τσαγανό. Η Λουκία Μιχαλοπούλου αναδεικνύει μια έξοχη στόφα λαϊκής τραγωδού και ο Θ. Πάνου απογειώνει την απελπισία σε ποίηση.