Η νέα σειρά σκληρόδετων βιβλίων των εκδόσεων Καστανιώτη μάς εισάγει εδώ στο έργο του Σλοβένου Ντράγκο Γιάντσαρ (γεν. 1948), ενός από τους γνωστότερους συγγραφείς και κήρυκα της εθνικής αφύπνισης / συγκρότησης σε μια χώρα που ήθελε διακαώς να αποκολληθεί από τις αγκάλες της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας. Από ό,τι μου έλεγε ο συγγραφέας και αρθρογράφος στο «Βήμα» Αναστάσης Βιστωνίτης, ο οποίος έχει ζήσει για καιρό στη Σλοβενία, πρόκειται για σημαντική συγγραφική προσωπικότητα. Είχα κι εγώ την ευκαιρία να το διαπιστώσω διαβάζοντας το παρόν βιβλίο.
Πολυεστιακή αφήγηση
Η ιστορία που μας αφηγείται εδώ είναι ειπωμένη από τη σκοπιά πέντε διαφορετικών προσώπων, που παίρνουν τον λόγο σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Οι πρωτοπρόσωπες αυτές αφηγήσεις έχουν ως επίκεντρο τη ζωή και τον φαινομενικά παράλογο θάνατο της Βερόνικα, μιας ελκυστικής, ιδιότροπης, ελαφρώς κακομαθημένης, πλην καλόκαρδης νεαρής μεγαλοαστής. Η Βερόνικα είναι η γυναίκα αρχέτυπο, ένα είδος βαβυλωνιακής Λίλιθ –μοιραία, γοητευτική, με άγνοια της καταστροφής που σπέρνει στις ανδρικές καρδιές. Ο ζάπλουτος βιομήχανος άντρας της ανέχεται και χρηματοδοτεί μάλιστα όλες τις παραξενιές της. Της αρέσει λ.χ. να οδηγεί μοτοσικλέτα ήδη στα προπολεμικά χρόνια, έχει έναν οικόσιτο αλιγάτορα που τον περιφέρει στους δρόμους της Λιουμπλιάνας, ενώ μαθαίνει αργότερα να πιλοτάρει μέχρι και αεροπλάνο. Κάποια στιγμή απαιτεί να μάθει ιππασία, καπρίτσιο που θα τη φέρει κοντά σ’ έναν αξιωματικό του ιππικού, τον Στέβο, ο οποίος αφηγείται τη γνωριμία και τον έρωτα που έζησε με τη Βερόνικα από ένα στρατόπεδο των Συμμάχων στην Ιταλία στα τέλη του πολέμου.
Αυτός ο Στέβο λοιπόν, μετά την κατάληψη και διαίρεση της Γιουγκοσλαβίας από τον Αξονα σε μία ακόμη «επιχείρηση – αστραπή», εντάχθηκε στις αντιστασιακές δυνάμεις που προσέκειντο στον εξόριστο βασιλιά και οι οποίες μετεξελίχθηκαν, πρόσκαιρα έστω, σε συμμάχους των Ναζί, για να συγκρουστούν άγρια στα γιουγκοσλαβικά βουνά με τις φιλοκομμουνιστικές δυνάμεις του Τίτο (που, κατά τη συγγραφική φωνή, τους «μαχαίρωσαν πισώπλατα»). Μετά τη συμμαχική νίκη και τις επακόλουθες εκκαθαρίσεις, οι δυνάμεις αυτές των «Λευκών» διαβιούσαν σε στρατόπεδα, σε καθεστώς οιονεί αιχμαλωσίας, μέχρι να χωριστούν τα πρόβατα από τα ερίφια.
Είναι από τη σκοπιά του Στέβο λοιπόν που μαθαίνουμε ότι η Βερόνικα, σε ένα από τα πολλά καπρίτσια της, τον κατέκτησε ολοσχερώς πριν ακόμη από τον πόλεμο. Σύντομα ξέσπασε το σκάνδαλο, οπότε παράτησε τον άντρα της και ακολούθησε τον Στέβο στο Βράνιες της Νότιας Σερβίας, όπου εκείνος μετατέθηκε δυσμενώς. Εζησαν μαζί μια παθιασμένη πλην φτωχή, περιορισμένη ζωή. Οταν η διάθεση της Βερόνικα για περιπέτεια κορέστηκε και νοστάλγησε ξανά τα μεγάλα σαλόνια, επανήλθε στις αγκάλες του δεκτικού συζύγου, υπό την επιστασία της μητέρας. Τόπος κατοικίας τους πλέον ο μυθικός πύργος του Ποντγκόρσκο, στον Βορρά της χώρας, που λίγο – πολύ αγοράστηκε για χάρη της. Δεν απαντά πια στα γράμματα του απελπισμένου Στέβο, ο οποίος μένει να την ονειρεύεται στο κρεβάτι της απραξίας, αναμένοντας να αποφασιστεί η τύχη του από τους Συμμάχους.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου μπαίνει στο μεδούλι της ιστορίας, αρχικά από τη σκοπιά τής μητέρας τής Βερόνικα που αναρωτιέται, ζώντας πια μόνη με τις αναμνήσεις της σε ένα διαμέρισμα στη Λιουμπλιάνα, τι απέγιναν η κόρη και ο γαμπρός της. Η γηραιά κυρία δεν γνωρίζει ότι μια παγωμένη γεναριάτικη νύχτα το ζεύγος απήχθη από τον πύργο για να εκτελεστεί από τις ανταρτικές δυνάμεις σε ένα κυνηγετικό περίπτερο μέσα στα δάση (η Βερόνικα μάλιστα βιάζεται ομαδικά από τους κομμουνιστές αντάρτες). Από τους υπόλοιπους τρεις αφηγητές μαθαίνουμε τα υπόλοιπα κομμάτια της ιστορίας. Ο γερμανός στρατιωτικός γιατρός Χορστ, από τη σκοπιά πλέον του συνταξιούχου απόστρατου, αναθυμάται τις υπέροχες βραδιές που πέρασε στον πύργο του Ποντγκόρσκο στη διάρκεια του πολέμου, τη φιλοξενία από την πλευρά του ζεύγους (που ενίσχυε ωστόσο και τους αντάρτες, έχοντάς τα καλά με όλους), την παρουσία και άλλων γερμανών αξιωματικών όπως και τοπικών αξιωματούχων σε αυτές τις θαυμάσιες βραδιές με Μπετόβεν, αγριογούρουνο και καλό κρασί, την αμοιβαία έλξη, πλατωνική πάντως, που αναπτύχθηκε με τη Βερόνικα. Τέλος, αναθυμάται τη χάρη που εκείνη του ζήτησε να αποσπάσει από τα νύχια της Γκεστάπο έναν νεαρό ντόπιο αγρεργάτη του πύργου, τον Γέρανεκ, που είχε συλληφθεί εκ λάθους σε μια επιχείρηση αντιποίνων και επρόκειτο να εκτελεστεί.
Μια νύχτα που διήρκεσε πολύ
Αν και ο συγγραφέας επιδικάζει κάποια ελαφρυντικά στον νεαρό αγρεργάτη, η όλη σκηνή της εφιαλτικής αυτής νύχτας –που τραβάει πολύ και μάλλον αναίτια –προορίζεται να καταδείξει τη μονολιθικότητα του κομμουνιστή κομισάριου, το συσσωρευμένο ταξικό και ενδογιουγκοσλαβικό μίσος μεταξύ των ποικίλων εθνοτήτων, κυρίως όμως τα εχθρικά αισθήματα κατά των Σέρβων και της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Ο Τίτο ζωγραφίζεται με υποτιμητικά και μόνο σχόλια, ενώ για το κροατικό ναζιστικό κρατίδιο των Ουστάζι δεν υπάρχει λέξη στο αφήγημα. Ως κινητήρια πάντως δύναμη πίσω από το τραγικό περιστατικό προβάλλουν τα σεξουαλικά απωθημένα, που οδηγούν στον ομαδικό βιασμό της Βερόνικα.
Εμμονές με τον Εμφύλιο
Η Ιστορία είναι που μετράει
Διδακτικό βιβλίο για τα αίτια και τις βαθιές ρίζες που οδήγησαν στην εκβλάστηση ποικίλων παθών και στις αιματηρές συγκρούσεις, μέχρι και τις εθνοκαθάρσεις, της δεκαετίας του ’90 –όταν πια καταρρέει ο κομμουνισμός και οι εθνικισμοί απελευθερώνονται. Γιατί η Ιστορία είναι που μετράει, μας λέει ο Γιάντσαρ –μόνο που δεν μας πείθει απόλυτα για την αντικειμενικότητα της προσέγγισής του. Φταίει ίσως σ’ αυτό η μετρίως αφομοιωμένη μοντερνικότητα. Επιπλέον η πολυεστιακή δομή του βιβλίου οδηγεί συχνά σε αναίτιες επαναλήψεις και κάπως δυσλειτουργικές λεπτομέρειες, σε ένθετες λυρικές κορόνες και συγγραφική μονομέρεια. Ωστόσο πρόκειται για ενδιαφέρον έργο, πολλαπλά επιμορφωτικό ως προς την πολύπραγη ιστορία των Βαλκανίων, που δείχνει άλλωστε ότι δεν διατηρούμε μόνο εμείς εμμονές με τον Εμφύλιο. Η διαφορά μας βέβαια με τη Σλοβενία και άλλες νεότευκτες χώρες είναι ότι η κομμουνιστική τους εμπειρία ήταν αρκετή για να οδηγηθούν αναφανδόν στις ευρωπαϊκές αγκάλες: τις έκανε περισσότερο φιλοδυτικές από τους ίδιους τους Δυτικούς.
Drago Jancar
Αυτή τη νύχτατην είδα
Μτφ. Λόισκα Αβαγιανού
Εκδ. Καστανιώτη, 2018, σελ. 240
Τιμή: 17 ευρώ