Ενας συγγραφέας
που δεν βασανίζει τις προτάσεις του
βασανίζει τον αναγνώστη
N.G. Davila, «Αποφθέγματα»
Διαβάζοντας το τελευταίο αστυνομικό μυθιστόρημα της Χρύσας Σπυροπούλου Ταραγμένα νερά συνέλαβα τον εαυτό μου ν’ αναρωτιέται για τα κριτήρια που εντάσσουν ένα κείμενο στη λογοτεχνία και μια ιστορία/πλοκή στην αστυνομική λογοτεχνία.
Το πρώτο προαπαιτούμενο είναι το ίδιο το κείμενο να έχει γραφτεί με στυλ, στρωτή και κατανοητή γλώσσα, ύφος και ήθος που ν’ ανταποκρίνονται στον πολιτισμό της χώρας, να βρίθει «ζωντανών» εικόνων και περιγραφών, ν’ απεικονίζει με πιστότητα χαρακτήρες, σχέσεις και καταστάσεις, που ακόμα και στην ακραία τους έκφανση, όπως ο φόνος, ν’αντιστοιχούν στην πραγματικότητα. Με δύο λόγια να διαμορφώνει μια δική του ατμόσφαιρα στην οποία να καλεί τον αναγνώστη να εισέλθει με φόβο και πάθος.
Οι εικόνες στο μυθιστόρημα της Χρύσας Σπυροπούλου, είτε αφορούν σε τοπία, είτε σε ανθρώπινες φιγούρες είναι τόσο γλαφυρές που σε μαγεύουν και σε κάνουν να ξεχνάς ότι διαβάζεις αστυνομικό.
Τα όρια της λογοτεχνίας
Το δεύτερο προαπαιτούμενο είναι το μυστήριο του εγκλήματος, τα κρυμμένα μυστικά και τα φονικά κίνητρα των πρωταγωνιστών (θύτη – θύματος). Υποπτοι, ενοχές, αίσθηση κινδύνου, συμφέροντα, τιμωρία/εκδίκηση, συναισθηματικές ήττες, πλαστές ιστορίες, εγκλωβισμοί σε διαλυμένες σχέσεις. Και στο πεδίο αυτό το μυθιστόρημα της Χρύσας Σπυροπούλου προκαλεί δυνατές συγκινήσεις καθώς η συνεχής (εν)αλλαγή επιπέδου αφήγησης (παρελθόν/παρόν) και η δια-πλοκή των προσώπων (θύματα, σύντροφοι, φίλοι, συγγενείς, επιστήμονες, αστυνομικοί) αλλά και των χώρων (Σέρρες, Θεσσαλονίκη, Σόφια) δημιουργούν ανατροπές στο ψηφιδωτό με συνέπεια να μην είναι εξαρχής εύκολο να ταιριάξεις κάθε κομμάτι με τα υπόλοιπα και να φτιάξεις το τελικό παζλ. Κι όλα αυτά συμβαίνουν σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο όπου οι ήρωες δεν είναι supermen ή υπεράνω του νόμου αλλά κινούνται με τους όρους των καθημερινών ανθρώπων.
Αν αληθεύει ότι «η λογοτεχνία καθρεφτίζει τις περιπέτειες που κοιμούνται μέσα μας, μας τραντάζει γερά, μας υπενθυμίζει όσα νομίζαμε πως δεν ξέραμε ενώ τα κουβαλούσαμε μέσα μας», τότε δεν μένει παρά να την οριοθετήσουμε και να την ορίσουμε. Να δηλώσουμε δηλαδή ποιες (δι)ανθρώπινες πράξεις/συμπεριφορές (είτε αφορούν σ’ ένα πρόσωπο είτε αναφέρονται σε μάζες) αξίζει να «εκφραστούν» λογοτεχνικά χωρίς να γίνουν απλά καταναλωτικά προϊόντα ή πεδίο αυτο-επίδειξης του συγγραφέα.
Οι παραπάνω σκέψεις αποκτούν ειδικό βάρος όταν αφορούν στη λογοτεχνία της αισχρότητας (obscenity) ή στο φαντασιακό ρομάντζο, στοιχεία που συνυπάρχουν στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Η παραβατική πεζογραφία (ηθογραφική ή ηθικολογούσα) διατρέχει τον κίνδυνο να ισοπεδωθεί από τις παραναγνώσεις ή τις ιδεολογίες τής ανάγνωσης, από τις αποκλίσεις και τις αναδιηγήσεις. Εδώ όμως τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Ο,τι διαβάζεις αυτό και ισχύει.
Η ηθική ευθύνη συγγραφέα/αναγνώστη για ορισμένα εγκλήματα, η πρόθεση του συγγραφέα και η πρόσληψη του αναγνώστη συνιστούν κρίσιμα στοιχεία για μία ανοικτή/δυναμική αστυνομική λογοτεχνία με έγκυρη μυθοπλαστική γραφή.
Στο σημείο αυτό η Χρύσα Σπυροπούλου έχει βρει τη χρυσή τομή. Το να «σκοτώνεις» με στυλ (do it beautifully) ή και να το παρουσιάζεις με στυλ (do it sensationally) αποδεικνύει ότι ακόμα και το έγκλημα διαθέτει καλλιτεχνική και αισθητική πτυχή. Δεν μιλάμε για ένα απλό detective story ή για ένα criminal romance αλλά για πολλά υπομυθιστορήματα (σκοτεινών ανθρώπων και χώρων) που κρύβονται μέσα στο φόνο και που πρέπει συγγραφέας και αναγνώστες ν’ αποκρυπτογραφήσουν και να κατανοήσουν μαζί. Είναι γνωστό πως το Κακό ξεπηδάει από παντού. Ομως το κυνήγι των σκιών του παρελθόντος ή των αθέατων κοινωνικών παραβατών δεν πρέπει να οδηγεί σε μία απροσδόκητη κατάληξη (dénouement), η οποία ξεφεύγει εντελώς από την τετράγωνη αναλυτική λογική του αστυνομικού, υπερβαίνει τους κανόνες της ηθικής των δυνάμεων του Καλού και αφήνει μετέωρη την κάθαρση.
Η έννοια της λογικής ακολουθίας, όπου τα μαθηματικά, η φιλοσοφία και η επιχειρηματολογία έχουν την πρωταρχική θέση, είναι conditio sine qua non στην πλοκή του αστυνομικού. Η μία πρόταση πρέπει να συνδέεται με την άλλη στη βάση της αποδεικτικής διαδικασίας. Τυπική συνεπαγωγή από αλήθεια σε αλήθεια. Οι υποθέσεις και οι πιθανολογικές κρίσεις δεν πρέπει ν’ ακυρώνουν το πραγματολογικό υλικό ή να ρίχνουν το βάρος τους αποκλειστικά στην Ειμαρμένη παραβλέποντας την ευθύνη που απορρέει από τις ανθρώπινες πράξεις. Οπως «τίποτα δεν γεννιέται από το μηδέν» (ex nihilo ni hilfit), έτσι και μέσα σε κάθε αρνητικό αποτέλεσμα πάντοτε κρύβεται αμέλεια, πλημμέλεια, δόλος ανθρώπου.
Τελικά αναρωτιέμαι αν διαβάζοντας αστυνομική/εγκληματολογική (όχι εγκληματική) λογοτεχνία γινόμαστε ηθικότεροι ταυτιζόμενοι με θετικούς ήρωες ή αν γοητευόμαστε από την παρανομία. Υπάρχει άραγε κάποιο «δόλωμα» που θα μπορούσε να παρασύρει το αναγνωστικό κοινό στην αναζήτηση, μέσω των αρνητικών «ηρώων», επιχειρημάτων δικαιολόγησης της βίας και του εγκλήματος;
Τα άλυτα αινίγματα
Κι επίσης: σήμερα, στο βαθμό που το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι (και) κοινωνικό, ποια ακριβώς (υπο) κουλτούρα υπηρετεί; Ποια (αυτ)αξία προβάλλει; Μήπως καταγγέλλοντας το «σύστημα», στην ουσία αναγνωρίζει τη δύναμή του;
Τα άλυτα αινίγματα, η αποκρυπτογράφηση μιας καταραμένης γραφής δεν υπόκεινται στους νόμους του φαινομενικά αδύνατου αλλά στον ορθολογισμό (ratiocination). Η παραδοξότητα του εγκλήματος και η ιδιαιτερότητα του εγκληματία, η συνύπαρξη θαυμάτων και τερατουργημάτων δεν καθιστούν τον συγγραφέα «αποκλίνοντα». Αυτό συνεπώς που απομένει στον νέο κυρίως συγγραφέα είναι να βάλει τις λέξεις να συμβολίζουν σωστά και δίκαια τις ενοχές, τα σύγχρονα πάθη ν’ αντιστοιχούν στην αρχαία τραγωδία, το πρόσωπο του εγκληματία να φωτίζεται από όλες τις πλευρές κι όλα αυτά χωρίς να «τιμωρεί» τους αναγνώστες με πολλές σελίδες άχρηστων πληροφοριών.
Ο Γιάννης Πανούσης είναι ομότιμος καθηγητής Εγκληματολογίας, μέλος της Ελληνικής Λέσχης Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας
Ομίχλες χωρίς σύνορα
Το αστυνομικό μυθιστόρημα της Χρύσας Σπυροπούλου, με πρωταγωνιστές τον αστυνόμο Ηλιού και τη βοηθό του υπαστυνόμο Γεωργίου εκτυλίσσεται αρχικά στη Λίμνη Δοϊράνη, όπου χάνεται μια γυναίκα κολυμπώντας στα ανοιχτά και κατόπιν στις Σέρρες, στους όμορους νομούς, αλλά και λίγο σε Κωνσταντινούπολη και Σόφια. Δύο νέοι φόνοι συγγενών του πρώτου θύματος παράγουν ένα μεγάλο πλέγμα πιθανών κινήτρων, από την κληρονομιά μιας περιουσίας μέχρι τα απόνερα δράσης διακινητών σε μια περιοχή των Βαλκανίων όπου οι άνθρωποι κινούνται ελεύθερα αψηφώντας σύνορα και όπου ουκ ολίγοι συμπατριώτες έχουν αναγάγει τον εύκολο πλουτισμό σε σκοπό ζωής. Ενα αστυνομικό που εκτός από την πλοκή του αφήνει μια ωραία γεύση μιας Ελλάδας λιγότερο τουριστικής, βορειοελλαδίτικης και συχνά ομιχλώδους.
Χρύσα Σπυροπούλου
Ταραγμένα νερά
Εκδ. Μεταίχμιο, 2018,
σελ. 366,
Τιμή: 16,60 ευρώ