Στα «θερινά τα σινεμά» μόνο με αγιόκλημα και γιασεμιά δεν βάφονται τ’ αβγά. Είμαι τόσο ρομαντική όσο και ο διπλανός μου, αλλά αν είναι να μυρίσω αγιόκλημα, πάω στην Πεντέλη που ‘χει και λουκουμάδες. Αυτό που στο όνομα της νοσταλγίας υφίσταμαι κινηματογραφικές συνθήκες τού ’70 εξηγήστε μου το κάποιος. Και δεν μιλάμε για τα σινεμά που χαίρεσαι να πηγαίνεις: αξιοπρεπής κόπια, καθίσματα του σκηνοθέτη, τραπεζάκια, ψαγμένο κυλικείο. Μιλάμε για τ’ άλλα. Τα ουκ ολίγα. Που βαφτίζουν το χάλι τους «βίντατζ».
Αλλο ρετρό ταινία, άλλο ρετρό συνθήκες που βλέπω την ταινία. Είμαι θεατής της «Καζαμπλάνκα», δεν είμαι συνομήλικος του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Το δε αγιόκλημα δεν επισκευάζει τρύπιες καρέκλες –για το γιασεμί δεν παίρνω όρκο.
Εντάξει, ο χώρος είναι υπαίθριος και το κάπνισμα επιτρέπεται. Αν και προσωπικά θα γινόμουν φανατικός θερινού που θα χώριζε στα δυο τον χώρο του για καπνιστές και μη. Και ναι μεν ο καπνός διαχέεται, αλλά μην κάτσω και κολλητά στον θεριακλή να αναπνέω το δηλητήριό του. Πολλοί από μας στερούμαστε το σινεμά γι’ αυτό τον λόγο.
Τέλος, κύριοι αιθουσάρχες, έλεος. Ας μην ξεφωνίζουν εκεί στο κυλικείο. Ας μην απλώνουν οι θεατές τα πόδια τους στην μπροστινή καρέκλα στην οποία θα κάτσω. Τα κινητά στο αθόρυβο και η οθονίτσα σβηστή, γαμώ το σμάρτφοουν μου. Αν θες να μπεις στο φέισμπουκ τράβα σπίτι σου. Γιατί οι γενιές μετά από μας, που δεν γαλουχήθηκαν με «Τα θερινά σινεμά» του Κηλαηδόνη, δεν δίνουν βλακώδη ελαφρυντικά όπως εμείς.
Και στα πίσω πίσω, να τον βράσω τον ρομαντισμό χωρίς value for money: γιατί να πληρώσει ο άλλος σχεδόν ίδιο εισιτήριο με το χειμωνιάτικο; Για να στουμπώσει ο ποπός του στο ξεχαρβαλωμένο κάθισμα; Ασε, φίλε, θα προτιμήσω κλιματιζόμενη αίθουσα. Κι ας μην έχει αγιόκλημα και γιασεμιά.
Αχ, Λουκιανέ, μας πήρες στον λαιμό σου.