στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ
Οταν ο πρόεδρος της Ιταλίας πρόσφατα έθεσε βέτο στον διορισμό του ευρωσκεπτικιστή Πάολο Σαβόνα ως υπουργού Οικονομικών του κυβερνητικού συνασπισμού των Πέντε Αστέρων και της Λέγκας, προστάτευσε ή υπονόμευσε τη δημοκρατία στη χώρα του; Πέραν των συνταγματικών προβλέψεων, το ερώτημα αγγίζει τον πυρήνα της δημοκρατικής νομιμότητας. Τα δύσκολα θέματα που ανακινεί χρειάζεται να αντιμετωπιστούν με τον κατάλληλο τρόπο για να αποκατασταθούν οι δημοκρατίες μας.
Το ευρώ αντιπροσωπεύει μια δέσμευση από την οποία δεν υπάρχει ξεκάθαρη έξοδος έτσι όπως είναι οι κανόνες του παιχνιδιού. Ο πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλα και οι υποστηρικτές του τονίζουν ότι η έξοδος από το ευρώ δεν αποτέλεσε θέμα συζήτησης στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας που έφερε τους λαϊκιστές στην εξουσία και πως ο διορισμός του Σαβόνα θα μπορούσε να έχει καταστροφικά αποτελέσματα για τις αγορές και την οικονομία. Οι επικριτές του Ματαρέλα ισχυρίζονται ότι ξεπέρασε τις αρμοδιότητές του και επέτρεψε στις οικονομικές αγορές να ασκήσουν βέτο στην επιλογή υπουργού από μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.
Υιοθετώντας το ευρώ, η Ιταλία παρέδωσε τη νομισματική της κυριαρχία σε έναν εξωτερικό, ανεξάρτητο θεσμό που λαμβάνει αποφάσεις, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Επίσης ανέλαβε συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τη δημοσιονομική της πολιτική. Ολα αυτά θέτουν συγκεκριμένους περιορισμούς στις μακροοικονομικές επιλογές των ιταλικών Αρχών.
Τέτοιου είδους περιορισμοί δεν χρειάζεται να συγκρούονται με τη δημοκρατία. Οι δημοκρατίες μπορούν να ενισχύσουν την αποδοτικότητά τους αναθέτοντας μέρος της λήψης αποφάσεων σε ανεξάρτητες υπηρεσίες. Ιδιαίτερα όταν αφορούν νομισματική πολιτική. Και φυσικά την αντιμετώπιση του πληθωρισμού.
Ομως είναι δύσκολο να δικαιολογηθεί, για παράδειγμα, μια τακτική αντιμετώπισης του πληθωρισμού που θα την αποφασίσουν μη εκλεγμένοι τεχνοκράτες. Οταν κάποιες χώρες της ευρωζώνης παρουσιάζουν συγκεκριμένες οικονομικές τάσεις, ο στόχος που πρέπει να επιτευχθεί καθορίζει το μέγεθος του αποπληθωρισμού, ώστε να εξισορροπηθεί η κατάσταση. Υπήρχαν πολλά επιχειρήματα για την ΕΚΤ που ήρε τον στόχο του πληθωρισμού μετά την κρίση στην ευρωζώνη ώστε να διευκολυνθούν οι προσαρμογές στην ανταγωνιστικότητα στις χώρες της Νότιας Ευρώπης. Η απομόνωση από την πολιτική λογοδοσία δεν ήταν, όμως, καλή σε αυτή την περίπτωση.
Οπως γράφει ο Πολ Τάκερ, πρώην υποδιοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας στο βιβλίο του «Unelected Power: The Quest for legitimacy in central banking and the administrative state», το επιχείρημα για τη δημοκρατική μετάθεση λήψης αποφάσεων είναι λεπτό. Χρειάζεται να είναι ξεκάθαρος ο διαχωρισμός μεταξύ των στόχων της πολιτικής και του πώς εφαρμόζονται. Εάν αφορούν ανταλλαγές μεταξύ στόχων (π.χ. απασχόληση έναντι σταθερότητας τιμών), θα πρέπει να αποφασίζονται μέσω της πολιτικής. Οπως παρατηρεί ο Τάκερ, λίγες ανεξάρτητες υπηρεσίες λειτουργούν βάσει αρχών που θα περνούσαν το τεστ της δημοκρατικής νομιμότητας.
Εάν η ΕΕ και το ευρώ θέλουν να παραμείνουν βιώσιμοι και δημοκρατικοί θεσμοί, οι πολιτικοί θα πρέπει να προσέξουν περισσότερο πώς παραπέμπεται η λήψη αποφάσεων σε μη εκλεγμένα όργανα. Θα πρέπει να γίνεται μόνο εάν πραγματικά ενισχύεται η μακροπρόθεσμη ευημερία των δημοκρατιών τους και όχι όταν απλά προάγονται τα συμφέροντα κάποιων διεθνοποιημένων ελίτ.
Ο Ντάνι Ρόντρικ είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας