Η αυθεντικότητα ενός μεμονωμένου περιστατικού, άγνωστου, μπορεί να αποκαλύψει πληρέστερα μια κατάσταση όχι απλώς μελαγχολική -για τη γνώμη μας εφιαλτική- αν συγκριθεί με περιστατικά που γίνονται ευρέως γνωστά και επειδή συζητιούνται πλατιά, φαντάζεται ο καθένας πως έχει πάψει να υφίσταται το πρόβλημα όπως ακριβώς το εικονογραφούν. Νέος ηθοποιός και τραγουδιστής μάς τηλεφώνησε πριν από λίγες μέρες για να μας εκφράσει τον θυμό και την οργή του που ένας νέος επίσης συνάδελφός του, γνωστός μόνο στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, σε ανάρτησή του στο Facebook, ενημέρωνε το κοινό του -ποιο κοινό;- ότι αποφάσισε να αλλάξει τρόπο ντυσίματος, χρώμα παπουτσιών και χτένισμα μαλλιών.
Η ένσταση του νεαρού ηθοποιού και τραγουδιστή δεν ήταν για το είδος της ενημέρωσης, ήταν κυρίως για το ότι ο συνάδελφός του θεωρούσε τον εαυτό του ήδη τόσο σπουδαίο ώστε να πιστεύει ότι ενδιαφέρουν τους ανθρώπους εντελώς ιδιωτικής σημασίας κινήσεις του. Χωρίς καμιά πρόθεση παρηγορητική αλλά γιατί το θεωρήσαμε ως έναν έμμεσο τρόπο να αποκαταστήσουμε το τι είναι και το τι δεν είναι σοβαρό, ρωτήσαμε τον νεαρό ηθοποιό και τραγουδιστή που τηλεφώνησε για να διαμαρτυρηθεί, αν είχε διαβάσει μια κριτική που είχε δημοσιευτεί στη μεγαλύτερης κυκλοφορίας καθημερινή εφημερίδα και την υπέγραφε ο γνωστότερος θεατρικός κριτικός στην Ελλάδα (τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια) και τον αφορούσε άμεσα γιατί καταχωρούνταν το όνομά του εξαιρετικά επαινετικά, λόγω της πρόσφατης συμμετοχής του, σε μια ομολογουμένως πολύ επιτυχημένη παράσταση.
Για να ακούσουμε ως απάντηση στην ερώτησή μας: «Δεν το ξέρω γιατί δεν διαβάζω εφημερίδες». Φανταστείτε πόσο δίκαιο μπορεί να έχει στη διαμαρτυρία του ένας άνθρωπος, ανεξάρτητα αν το θέμα είναι καλλιτεχνικό, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, που προλαβαίνει και ενημερώνεται σε όλα τα σκουπίδια του Διαδικτύου (ακόμη κι αν η ανθρωπότητα δεν είχε άλλες τρομακτικές προτεραιότητες, τα ρούχα, τα παπούτσια και τα μαλλιά του οποιουδήποτε, δεν θα έπαυαν να παραμένουν σκουπίδια), αλλά κάτι σοβαρό, υπεύθυνο και συγκροτημένο που τον αφορά μάλιστα, έχει θωρακίσει με τέτοιον τρόπο τον εαυτό του, ώστε να μην τον φτάσει ποτέ. Δεν μπορεί να καταλάβει κανείς τι είδους εκδικητικότητα είναι αυτή σε σχέση με τον εαυτό τους, που καταλαμβάνει νέους ανθρώπους, συχνά ευαίσθητους και ταλαντούχους, ώστε να μην αντιλαμβάνονται το τι ταφόπλακα συνιστά το Facebook για τη σταδιοδρομία τους, αφού με τη χρήση του είναι σαν να ομολογούν οι ίδιοι πως δεν πρόκειται να κάνουν τίποτα περισσότερο στη ζωή τους παρά να τσαλαβουτάνε μέσα στα βαλτόνερα της ξεσυνέριας, της μιζέριας και του κουτσομπολιού.
Το αντίθετο σχεδόν με όσα πρέσβευε ο Αλέξης Μινωτής που σε ένα θαυμάσιο εξομολογητικό του κείμενο γράφει: «Το θέατρο είναι πράξη πνευματική και βέβαια απαιτεί ένα τάλαντο όχι μόνο πλούσιο αλλά και υποταγμένο στους νόμους και κυρίως στο ρυθμό της τέχνης. Η πολύχρονη υπηρεσία μου στο θέατρο με δίδαξε πως μόνο το ”ιερό” είναι αληθινό, καθετί άλλο είναι ”ψεύδος” και ”δόξα”. Γι’ αυτό και η κλίση μου προς την τραγωδία μού έγινε πάθος και σύγχρονα βαθιά ανακούφιση από το μάταιο βάρος της επαγγελματικής δουλειάς στη ρουτίνα του προσκηνίου».