Για έκτη φορά τα τελευταία τέσσερα χρόνια οι τούρκοι πολίτες καλούνται να ψηφίσουν. Αυτή τη φορά θα αποφασίσουν ταυτόχρονα για τον επόμενο πρόεδρο και τη νέα κυβέρνησή τους. Ο βασικός λόγος για τον οποίο οι εκλογές πραγματοποιούνται τώρα και όχι τον Νοέμβριο 2019 είναι πως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν φοβάται τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει μια ενδεχομένως συνεχιζόμενη επιδείνωση της οικονομίας στη συμπεριφορά των ψηφοφόρων. Πρακτικά, άλλωστε, ο βασικός του αντίπαλος δεν είναι κάποιο πολιτικό πρόσωπο αλλά οι μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες, όπως η δραματική πτώση της τουρκικής λίρας, που θέτουν σε κίνδυνο την πορεία ανάπτυξης της χώρας. Για να καλύψει πλέον τον εαυτό του ο Ερντογάν αποδίδει το πρόβλημα στη γνωστή θεωρία των κερδοσκοπικών παιχνιδιών και των ξένων συνωμοσιών.
Ανεξάρτητα από τη ρητορική του τούρκου προέδρου, το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι κατά πόσο μπορεί να σταματήσει η πολιτική κυριαρχία του. Πέρυσι τον Απρίλιο ήταν η πρώτη φορά που αυτή αμφισβητήθηκε σχεδόν από το ήμισυ του εκλογικού σώματος. Τα σενάρια είναι τέσσερα. Πρώτον, ο Ερντογάν και το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) να κερδίσουν την προεδρία και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία αντίστοιχα. Δεύτερον, ο Ερντογάν να κερδίσει την προεδρία, αλλά το ΑΚP να χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Τρίτον, ο Ερντογάν να χάσει την προεδρία, αλλά το ΑΚΡ να κερδίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Και τέταρτον, ο Ερντογάν και το ΑΚΡ να χάσουν την προεδρία και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία αντίστοιχα.
Από τα τέσσερα αυτά σενάρια, τα πιο απίθανα είναι το τρίτο και το τέταρτο. Στο πρώτο σενάριο θα υπάρξει πλήρης συνέχεια, ενώ το δεύτερο θα είναι το πιο ενδιαφέρον. Kαι αυτό γιατί θα αναγκάσει τον τούρκο πρόεδρο να εκδίδει διατάγματα τα οποία, όμως, θα μπορούν να ανατρέπονται από την κυβερνώσα πλειοψηφία στην τουρκική Εθνοσυνέλευση, που δεν θα αποτελείται από το AKP και τα δύο μικρά κόμματα με τα οποία αυτό θα συνεργαζόταν. Σε αυτή την περίπτωση, ο ίδιος θα πρέπει να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Αν αυτό συμβεί, δεν αποκλείεται οι τούρκοι πολίτες να κληθούν να ξαναψηφίσουν εντός του έτους.
Στον δρόμο για τις κάλπες, πάντως, πρέπει να ληφθεί υπόψη πως ο Ερντογάν ελέγχει σχεδόν ολοκληρωτικά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί σχετικά εύκολα να χειραγωγεί ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης μεταφέροντας μόνο τις πληροφορίες που ο ίδιος επιθυμεί, όπως για παράδειγμα για την αμφιλεγόμενη επιτυχία της επιχείρησης «Κλάδος Ελαίας» στη Συρία. Επίσης, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές και τα κέντρα πολιτικής που εστιάζουν στον κίνδυνο εκλογικής νοθείας. Η τουρκική αντιπολίτευση συμμερίζεται αυτήν τη θέση.
Πριν γίνει γνωστό το αποτέλεσμα των εκλογών και αν χρειαστεί δεύτερος γύρος για την ανάδειξη προέδρου, δεν είναι δυνατόν να γίνουν προβλέψεις για τη μελλοντική κατεύθυνση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Το μήνυμα, όμως, το οποίο στέλνει η Ουάσιγκτον στην Αγκυρα, καθυστερώντας –σε αρχικό τουλάχιστον στάδιο –την πώληση των F-35, ίσως να οδηγήσει υπό όρους τον νέο τούρκο πρόεδρο σε μια λιγότερο σκληρή και επιθετική προσέγγιση, ακόμα και αν το πρώτο σενάριο υλοποιηθεί. Μπορεί ο Ερντογάν να προκαλεί διαρκώς τη Δύση τα τελευταία δύο χρόνια, αλλά γνωρίζει πολύ καλά τα πραγματικά όριά του.

Ο δρ Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι επιστημονικός συνεργάτης στο Begin Sadat Centre for Strategic Studies (Ισραήλ) και διδάσκων Διεθνών Σχέσεων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης