Μέχρι πριν από κάποια χρόνια, τα διεθνώς γνωστά ελληνικά ποτά ήταν το ούζο και η ρετσίνα. Και βέβαια, τα μπράντι Metaxa. Οσον αφορά τα δύο πρώτα και το «σκηνικό» που συνδεόταν με την κατανάλωσή τους –όχι μόνο για τους αλλοδαπούς αλλά και τους Ελληνες -, οριακά δεν είχε υπόκρουση συρτάκι και μπουζούκι. Εντάξει, η χώρα με αυτό το «όχημα», της ταβερνούλας και του greek meze, πορεύθηκε με επιτυχία για δεκαετίες στις διεθνείς αγορές. Οι εποχές όμως αλλάζουν, τo lifestyle αναζητά νέες αναφορές και τα παλιά οχήματα γίνονται φολκλόρ. Η Ελλάδα και τα προϊόντα της χρειάζονταν rebranding. Με αυτήν την ανάγκη συντονίστηκε ο Δημήτρης Σταϊνχάουερ που το 2007, όταν η κρίση είχε αρχίσει να μας γνέφει έστω και από μακριά, σκέφθηκε να επαναλανσάρει το… λικεράκι μαστίχα. «Ως ένα ποτό που θα μπορούσε να ενταχθεί στους νέους όρους της διασκέδασης, της γεύσης, ακόμη και της αισθητικής» μου λέει. «Eνα ποτό που θα είναι 100% ελληνικό. Oχι απλά συνδεδεμένο με την Ελλάδα. Μαστιχόδενδρα δεν ευδοκιμούν πουθενά στον κόσμο εκτός από τη Χίο. Δεν πρόκειται δηλαδή για κάτι σαν τα “ιταλικά” λιμοντσέλο και τις γκράπες που, θεωρητικά, μπορούν να παραχθούν οπουδήποτε. Θα έλεγα ότι είναι πιο κοντά στην τεκίλα και το μεσκάλ που παράγονται από φυτά του Μεξικού. Ας πούμε ότι η μαστίχα είναι η ελληνική μπλέ αγάβη».
…κι όλος ο κόσμος σε ένα τραπέζι
Πριν από δεκαπέντε περίπου χρόνια η Μυρσίνη Λαμπράκη και η τουρκάλα δημοσιογράφος Εντζίν Ακίν είχαν γράψει το βιβλίο «Ελλάδα –Τουρκία στο ίδιο τραπέζι» όπου η κάθε μία παρουσίαζε, αντίστοιχα, την ελληνική και την τουρκική εκδοχή συνταγών που είναι κοινές και στους δύο λαούς. Τα εισαγωγικά κείμενα πριν από κάθε πιάτο με βοήθησαν να συνειδητοποιήσω και να διατυπώσω κάτι που πάντα πίστευα, έστω και αόριστα. Οτι το φαγητό είναι η κοντινότερη απόσταση μεταξύ των ανθρώπων. Και η ανταλλαγή στις κουζίνες υλικών, αρωμάτων, γεύσεων, σκευών, τεχνικών από διαφορετικές χώρες αποτελεί ένα σταθερό βήμα προσέγγισης και ενσωμάτωσης της μίας κουλτούρας στην άλλη. Γι’ αυτό και θεωρώ το Refugee Food Festival που ξεκίνησε την Τρίτη και ολοκληρώνεται αύριο Κυριακή, μία πολύ ουσιαστική προσπάθεια για να έρθουμε πιο κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους που το τσουνάμι των καιρών μας τους έφερε στον τόπο μας. Το πρότζεκτ φέρνει στις κουζίνες γνωστών αθηναϊκών εστιατορίων πρόσφυγες σεφ που για μία ή δύο βραδιές ετοιμάζουν και σερβίρουν στους πελάτες τα φαγητά της πατρίδας τους. Ετσι στις «Σεϋχέλλες» μαγείρεψε ο Μαχμπουμπέχ από το Ιράν, στο «Blue Fish» ο Σεϊνάτ από την Ερυθραία, στον «Βασίλαινα» ο Αντέλ από το Ιράκ, στο «Αμα λάχει» ο Μπαρσάνκ από τη Συρία, στο «Mama Roux» ο Ροάα επίσης από το Ιράκ, ενώ σήμερα και αύριο στο «Scala Vinoteca» μαγειρεύει ο Τουρία από το Μαρόκο. (Να αναφέροουμε και το «Nan» στη Λέσβο που στην πολυεθνική κουζίνα του μαγειρεύουν επίσης πρόσφυγες).
«Είναι πολύ σημαντικό γι’ αυτούς τους ανθρώπους που οι συνθήκες τα έφεραν έτσι ώστε να χάσουν την πατρίδα, το σπίτι, τη δουλειά, την αξιοπρέπειά τους, να μη χάσουν και τις δεξιότητές τους. Δίνοντάς τους τη δυνατότητα να συνεχίσουν να τις ασκούν μπορούν να κερδίσουν και πάλι τη ζωή και την αυτοεκτίμησή τους. Να ξεφύγουν από το πραγματικό και συμβολικό γκέτο της προσφυγιάς». Μου μιλάει ο Θανάσης Βασίλαινας, ιδιοκτήτης του ομώνυμου εστιατορίου που συνεχίζει στο πνεύμα με το οποίο πριν από έναν, σχεδόν, αιώνα ο παππούς του άνοιξε το πρώτο, ιστορικό πλέον, ταβερνείο στον Πειραιά. Οτι το καλό φαγητό είναι η καλύτερη αφορμή για να γνωρίζονται μεταξύ τους οι άνθρωποι και να γίνονται οι μονάδες σύνολα. Είναι η δεύτερη φορά που συμμετέχει στο φεστιβάλ και θυμάται με αγάπη τον Χασάν από τη Σομαλία που φιλοξένησε πέρυσι στην κουζίνα του και μετά από αυτήν προβολή βρήκε γρήγορα δουλειά.
Τι θέλω να συμβαίνει
Κωνσταντίνος Μαρκούλακης (σκηνοθέτης, ηθοποιός)
Θέλω τους δρόμους της πόλης ανοιχτούς. Το κέντρο της είναι πολύ συχνά αποκλεισμένο και οι λόγοι είναι σπάνια σοβαροί. Η ζημιά στο αίσθημα της συλλογικότητας, ανυπολόγιστη.
Θέλω φροντίδα και δομές για τους άστεγους που πολλαπλασιάζονται.
Θέλω – πόσο πιο βασικό – να μαζεύονται τα σκουπίδια.
Θέλω η πόλη να κάνει για τους κατοίκους της αυτό: αν δεν τους βοηθά να ζουν, τουλάχιστον να μην τους εμποδίζει.