Την Τρίτη 12 Ιουνίου, εκείνο το θερμό βράδυ με τις ξαφνικές μπόρες (καλησπέρα τροπικό κλίμα, καληνύχτα μεσογειακό), στη φιλόξενη αίθουσα του ξενοδοχείου Divani Caravel ο Ευάγγελος Βενιζέλος και ο Διονύσης Σαββόπουλος, δύο εμβληματικές φιγούρες της δημόσιας ζωής, χορτάτες από τους πιο φλογερούς επαίνους και τα πιο τοξικά σχόλια, έκλειναν τις εργασίες του δεύτερου συνεδρίου του Κύκλου Ιδεών με μια de profundis συζήτηση, υπό τον συντονισμό του δημοσιογράφου Μάκη Προβατά: «Η Ελλάδα Μετά. Αντιστρέφοντας τους όρους – Από την προκατάληψη στην περηφάνια». Το κοινό τους ήταν ευνοϊκά διακείμενο, αλλά στην ατμόσφαιρα πλανιόταν διάχυτη η ανησυχία για τη συμφωνία με τα Σκόπια, ένα κυβερνητικό non paper με τα βασικά σημεία της συμφωνίας αναμενόταν από στιγμή σε στιγμή και ο Βενιζέλος έριχνε στο δικό του smartphone κλεφτές ματιές. Ελάχιστοι ψυχανεμίζονταν ότι η επικείμενη συμφωνία, εκτός από τις υπόλοιπες μικρές και μεγάλες της παρενέργειες στον πολιτικό μας βίο, θα καθιστούσε πιθανόν και τη συζήτηση Βενιζέλου – Σαββόπουλου ως τον τελευταίο νηφάλιο δημόσιο διάλογο στη χώρα για πολύ καιρό εφεξής. Την ίδια ώρα, στα κομματικά επιτελεία θα γέμιζαν τις φαρέτρες τους με νέα φούμαρα. Στην αρένα πάλι θα κονταροχτυπιόταν ο δεξιόστροφος με τον αριστερόστροφο λαϊκισμό. Θα κέρδιζε ο πιο χαζός. Ο πιο αδίστακτος. Ο πιο ξετσίπωτος. Ή και τα τρία.
Ο Σαββόπουλος ξεκαθαρίζει ότι δεν του αρέσει η διαφαινόμενη λύση στο Ονοματολογικό της FYROM –«μου κάνει κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας» -, αλλά επειδή «ο διάβολος πάντοτε κρύβεται στις λεπτομέρειες» δίνει πάσα στον Βενιζέλο «να αναλάβει να μας εξηγήσει». Επικρατεί θυμηδία στην αίθουσα –«αυτός είναι μετασχηματισμός της ευγένειας», σχολιάζει ο Βενιζέλος, «σε καυτή πατάτα» –και ανατροφοδοτείται ευθύς κατόπιν, όταν ο πολιτικός μπαίνει στον πειρασμό να καταδείξει σκωπτικά τον τακτικίστικο παραλογισμό των Ανεξάρτητων Ελλήνων: «Το δεύτερο κυβερνητικό κόμμα, διά του κυρίου Καμμένου, δήλωσε ότι διαφωνεί απολύτως, παρότι η συμφωνία είναι τόσο “καλή” που δύσκολα θα γίνει δεκτή από την άλλη πλευρά, αλλά η συμφωνία αυτή συνομολογείται και υπογράφεται επειδή το δεύτερο κυβερνητικό κόμμα στηρίζει την κυβέρνηση και δίνει στον Πρωθυπουργό την αρμοδιότητα να διαπραγματεύεται και να συνομολογεί παρόμοιες συμφωνίες». Ενα σκεπτικό καρκινικής γραφής που θα υιοθετούσε υπερήφανα ο Φραντς Κάφκα, μα που δίνει παράλληλα και το έναυσμα για να επιστρέψει η συζήτηση στο αρχικό της θέμα: πώς φθάσαμε στο σημείο, ως έθνος, να έχουμε συμφιλιωθεί με την πλήρη πολιτική αφασία; Πώς περάσαμε από την υπερηφάνεια στην προκατάληψη –και είναι άραγε ακόμη δυνατή η αντίστροφη πορεία;
Εξ ιδίων τα αλλότρια. Σε αντίθεση με το σύνηθες κουσούρι των περισσότερων συμπατριωτών μας –«μας αρέσει να είμαστε θύματα, διότι το θύμα δεν έχει καμία ευθύνη» -, ο Σαββόπουλος επιχειρεί να βρει τη ρίζα της εθνικής μας προκατάληψης στην προκατάληψη του καθενός μας ξεχωριστά, αρχής γενομένης από τη δική του. Στην προκατάληψη που έτρεφε ο ίδιος στα νεανικά του χρόνια για όσους δεν συμφωνούσαν μαζί του: «Προκατάληψη δηλαδή δεν είναι να έχεις την άποψή σου. Προκατάληψη είναι να είσαι απαξιωτικός απέναντι στην άποψη του άλλου». Αυτή η διαχρονική δυσανεξία οδηγεί όχι στην καταπολέμηση της προκατάληψης, αλλά στη διαδοχή της προηγούμενης προκατάληψης από μια καινούργια: «Πριν από τη Μεταπολίτευση, εάν ήσουν αριστερός, δεν έβγαζες ούτε άδεια αυτοκινήτου. Μετά, εάν δεν ήσουν αριστερός, δεν έβγαζες ούτε γκόμενα». Η διαδοχή των προκαταλήψεων τροφοδοτεί και τον αέναο εμφύλιο. Από την άλλη μεριά –επισημαίνει ο Προβατάς –«είμαστε ένας πολύ συγκρουσιακός λαός. Η περηφάνια μονίμως είναι συνυφασμένη με τη σύγκρουση. Ο συμβιβασμός δεν μπορεί, στο μυαλό μας, να περιέχει περηφάνια». Ο Βενιζέλος συμφωνεί κι επαυξάνει: «Αυτό το εμφύλιο πάθος είναι μια κόκκινη γραμμή που διαπερνά όλη την ελληνική Ιστορία […] Αλλά συγκρούσεις υπάρχουν σε όλες τις κοινωνίες, από τις πιο αρχαϊκές μέχρι τις μεταμοντέρνες, υπάρχουν σε όλους τους λαούς, σε όλα τα έθνη. Δεν έχουμε το μονοπώλιο των συγκρούσεων. Και το γεγονός ότι νομίζουμε πως εμείς είμαστε ο πιο συγκρουσιακός λαός είναι κι αυτό μια παρεξήγηση, μια προκατάληψη […] Ο Διονύσης προηγουμένως στόχευσε στον πυρήνα του θέματος. Είπε: “Είχα προκαταλήψεις πολιτικού περιεχομένου, τις οποίες ξεπέρασα ή αγωνίζομαι να ξεπεράσω”. Αυτός είναι ο ορισμός του προοδευτικού. Προοδευτικός είναι αυτός που αναγνωρίζει πως έχει προκαταλήψεις και αγωνίζεται να τις υπερβεί. Συντηρητικός είναι αυτός που αιχμαλωτίζεται και καταβυθίζεται στις προκαταλήψεις του».
Η δύσβατη πορεία από την προκατάληψη προς την περηφάνια αναγκαστικά δεν μπορεί να αγνοήσει και τον επαναπροσδιορισμό της εθνικής μας ταυτότητας. Τι είμαστε τελικά; Μια χώρα της Ανατολής; Μια χώρα της Δύσης; «Είχε κάποτε εφευρεθεί μια πολύ έξυπνη φόρμουλα», λέει ο Βενιζέλος, «που έλεγε ότι η Ελλάδα είναι η Δύση της Ανατολής και η Ανατολή της Δύσης». Ετσι, πολύ βολικά, η Ελλάδα βρισκόταν πάντοτε στο επίκεντρο Ανατολής – Δύσης και απαλλασσόταν από τη σκοτούρα να αυτοπροσδιοριστεί. «Αυτό δεν είναι ορισμός», συμπεραίνει ο ίδιος, «είναι στην πραγματικότητα υπεκφυγή […] Εμείς είμαστε αντικείμενο της πολιτικής ψυχολογίας, καθώς αιχμαλωτιζόμαστε στο μαγνητικό πεδίο της σύγκρουσης του συμπλέγματος ανωτερότητας και του συμπλέγματος κατωτερότητας που μας διέπουν ταυτόχρονα –και αυτό το μαγνητικό πεδίο μάς ακινητοποιεί». Ο Σαββόπουλος θα το διατυπώσει πιο αγαπησιάρικα: «Ανήκουμε στη Δύση, από την άποψη ότι πίνουμε τα ποτά τους, φοράμε τα ρούχα τους, ακούμε τα τραγούδια τους, βλέπουμε τις ταινίες τους […] αλλά η καρδιά μας είναι στην Ανατολή […] Ερχόμαστε από πολύ μακριά και θέλουμε να γίνουμε μια σύγχρονη χώρα. Δεν είναι εύκολο για εμάς, διότι θέλουμε να γίνουμε μοντέρνοι χωρίς να χάσουμε την ψυχή μας».
Είναι εφικτή λοιπόν η αναστροφή; Μπορεί η «Ελλάδα Μετά» να περάσει από την προκατάληψη στην περηφάνια; Κατά τον Σαββόπουλο, η αναστροφή της εθνικής μας πορείας προϋποθέτει και μια αναστροφή της προσωπικής μας πορείας: «Θα ήθελα, μιλώντας για περηφάνια και προκατάληψη, να αντιτάξω ένα άλλο δίδυμο: την ταπεινότητα και την αυτογνωσία. Οσο είναι δυνατό, όσο μπορούμε. Είναι μεγάλη δύναμη να μπορεί να γίνει κανείς ταπεινός». Κατά τον Βενιζέλο, προϋποθέτει και την ανάληψη εκ μέρους μας της πολιτικής ευθύνης: «Οι πολίτες, ως ένα θεσμικό σύνολο, η κοινωνία με τις αντιθέσεις της και τις διαφορές της έχει την καταπληκτική ικανότητα της αυτοκάθαρσης και της αυτοαθώωσης. Δεν ευθύνεται για τις επιλογές της. Για τις επιλογές του εκλογικού σώματος δεν ευθύνεται αυτός που ψηφίζει, ευθύνεται αυτός που ψηφίζεται. Εστω και αν, παρά τα λάθη του, ξαναψηφίζεται επιμόνως»… Με τον λαό ως ανεύθυνο άρχοντα δεν ρηγνύεται το αδιέξοδο.