Υπάρχει η πιθανότητα ανατροπής αν το HDP μπορέσει να κατευθύνει μαζικά τους ψηφοφόρους του προς τον κεμαλιστή Μουχαρέμ Ιντζέ ως αποτέλεσμα των σημαντικών ανοιγμάτων που έχει κάνει προς τους Κούρδους. Ωστόσο, η πρωτοφανής ρευστότητα στο επίπεδο των πολιτών, όπως αυτή καταγράφεται, μεταξύ άλλων, στο «Οδοιπορικό στην Τουρκία» του Βαγγέλη Αρεταίου («Πολίτης» 7 Μαΐου – 10 Ιουνίου 2018), υποχρεώνει τον όποιο παρατηρητή σε επιφυλακτική στάση. Το γεγονός, για παράδειγμα, της ανάδειξης μιας νέας μεσαίας τάξης στην Ανατολία που έχει συμφέρον στην κοινωνική ηρεμία καθώς και στις ειρηνικές σχέσεις με το περιφερειακό περιβάλλον για επιτυχή προώθηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, σε συνάρτηση με τη μόρφωση και το άνοιγμα στον κόσμο, καθώς και την κόπωση από την ένταση που καλλιεργεί ο Ερντογάν, δημιουργούν νέες κοινωνικές δυναμικές που δεν έχουν ακόμα σχηματοποιηθεί σε συγκεκριμένο κοινωνικό ρεύμα. Επιπλέον, παρότι οι έρευνες δείχνουν τους πολίτες να αγωνιούν για την κατιούσα της οικονομίας, δεν είναι σαφές αν αυτό θα βαρύνει αποφασιστικά στο εκλογικό αποτέλεσμα.
Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε προσπάθεια να δούμε την επόμενη μέρα στα ελληνοτουρκικά και στο Κυπριακό θα πρέπει να συναρτηθεί κυρίως –όχι όμως απολύτως –με τα συμφέροντα της Τουρκίας, τα οποία, παρά τους πολιτικούς ακροβατισμούς Ερντογάν, αποτελούν την πιο αξιόπιστη σταθερά. Το όχι απολύτως τονίζεται γιατί η κατεύθυνση που θα δώσει ο νέος πρόεδρος δεν είναι βέβαιο ότι θα στηριχθεί αποκλειστικά στην ορθολογική ανάλυση των συμφερόντων της χώρας. Το σύνδρομο πολιορκίας και η εθνικιστική έξαρση που έχει καλλιεργήσει ο Ερντογάν, παράλληλα με την ένταση και τον αυταρχισμό στο εσωτερικό, συν η εν πολλοίς κυκλοθυμική συμπεριφορά του, τον αιχμαλωτίζουν σε βαθμό που είναι πιθανόν να δεσμεύσουν τις επιλογές του την επομένη των εκλογών. Από την άλλη, δεν είναι βέβαιο αν ο Ιντζέ, σε περίπτωση που εκλεγεί, θα κρατήσει τη μέχρι τώρα διαλεκτική προσέγγιση τόσο στο Κουρδικό όσο και στο θέμα του εκσυγχρονισμού ή αν θα παλινδρομήσει στον παραδοσιακό εθνικισμό του κόμματός του. Χρήσιμη υπενθύμιση ότι ο Κιλιτσντάρογλου στα μεν ελληνοτουρκικά υπερέβαλλε του Ερντογάν σε εθνικιστικές κορόνες, στο δε Κυπριακό κατηγορούσε ευθέως τον Ερντογάν για ξεπούλημα της Κύπρου από το Μον Πελεράν μέχρι το Κραν Μοντανά. Δεδομένου ότι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας είναι η ΕΕ, η βελτίωση και εμβάθυνση αυτών των σχέσεων εξακολουθεί να αποτελεί επιτακτική ανάγκη καθώς εκεί εστιάζονται τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που, παρά τα μύρια κύματα των τελευταίων χρόνων, τα κοινά συμφέροντα οδηγούν, στο τέλος, σε ένα modus vivendi. Τρανή απόδειξη η διάσκεψη της Βάρνας.
Επειδή, ως Κύπριος, παρακολουθώ πιο στενά το Κυπριακό, κι επειδή υπάρχουν στην Ελλάδα πολύ πιο αξιόπιστοι από μένα αναλυτές των ελληνοτουρκικών, ας μου επιτραπεί να εστιάσω στην επόμενη μέρα για το Κυπριακό. Δηλώνοντας από την αρχή πως θεωρώ τον Ταγίπ Ερντογάν τον μόνο τούρκο ηγέτη –μετά τη δειλή απόπειρα του Οζάλ (1990-92) –που λογάριασε σοβαρά την επίλυση του Κυπριακού. Το 2004 δέχθηκε το Σχέδιο Ανάν στο Μπούργκενστοκ. Την περίοδο 2008-2010 στήριξε την προσπάθεια Χριστόφια – Ταλάτ κι είχε θετικό ρόλο στην επίτευξη των γνωστών συγκλίσεων, τις οποίες δεν τόλμησε στην κρίσιμη στιγμή να κεφαλαιοποιήσει ο Χριστόφιας. Ηταν ο Ερντογάν που επέβαλε στον Ερογλου την αποδοχή της συμφωνίας της 11ης Φεβρουαρίου 2014, ήταν ο Ερντογάν που, παρά την πατερναλιστική ρητορική του, στήριξε την πορεία Ακιντζί προς τη λύση μέχρι το Κραν Μοντανά. Οποιος διεξέλθει τα έγγραφα του Κραν Μοντανά καταλήγει αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ο Ερντογάν δέχθηκε το Πλαίσιο Γκουτέρες, και ειδικά τις πρόνοιες για ασφάλεια – εγγυήσεις που αφορούσαν την Τουρκία. Συγκεκριμένα, δέχθηκε την κατάργηση της Συνθήκης Εγγυήσεως του 1960 και αντικατάστασή της με έναν πολυμερή Μηχανισμό Ασφάλειας υπό τον ΟΗΕ στον οποίο θα μετείχε και η Τουρκία χωρίς δικαίωμα μονομερούς επέμβασης. Δέχθηκε επίσης την απομάκρυνση όλων των κατοχικών στρατευμάτων με παραμονή μόνο των αγημάτων ΕΛΔΥΚ – ΤΟΥΡΔΥΚ (950-650) με επανεξέταση στα 12 χρόνια. Η διαδικασία κατέρρευσε επειδή ο πρόεδρος Αναστασιάδης, σε κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον γενικό γραμματέα, λίγο πριν το τραγικό δείπνο, απέρριψε συμμετοχή της Τουρκίας στον Μηχανισμό Ασφάλειας και απαίτησε πλήρη αποχώρηση και των αγημάτων του 1960. Ηταν η μαξιμαλιστική θέση «μηδέν στρατεύματα – μηδέν εγγυήσεις».
Το 2002-2004 ο Ερντογάν είχε ένα σημαντικό θετικό κίνητρο για επιδίωξη λύσης. Ηταν η διασφάλιση της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας η οποία αφενός τον ελευθέρωνε από τον ασφυκτικό κλοιό των στρατηγών και αφετέρου άνοιγε τον δρόμο στην ελευθεροποίηση της οικονομίας και την παραγωγική ανάπτυξη. Η θετική του στάση κατά τη δεύτερη περίοδο είχε κίνητρο τη συμμετοχή της Τουρκίας στη διπλωματία των αγωγών φυσικού αερίου. Δηλαδή, και στις δυο περιπτώσεις είχαμε σύγκλιση συμφερόντων προς τη λύση. Τα κοινά συμφέροντα σε σχέση με το φυσικό αέριο παραμένουν σε συνάρτηση πάντα με τη διέλευση των αγωγών από την Τουρκία. Το ερώτημα που αιωρείται εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα με τη ρητορική του East Med από τη μια και από την άλλη με την απειλούμενη κάθοδο της τουρκικής πλατφόρμας είναι αν ισχύουν ακόμα τα θετικά κίνητρα προς την κατεύθυνση λύσης και αν ο νέος τούρκος πρόεδρος θα είναι ικανός για μια ορθολογική προσέγγιση αυτών των συμφερόντων. Κι ένα δεύτερο ερώτημα, αν ο Αναστασιάδης θα βρει το θάρρος του Τσίπρα.
Ο Χρυσόστομος Περικλέους είναι κύπριος ιστορικός