Η Μάργκαρετ Θάτσερ αποκλείεται να είχε διαβάσει τα «Τετράδια της φυλακής» του Γκράμσι. Αποκλείεται και να είχε ακούσει ποτέ για τη θεωρία της «ηγεμονίας». Στις πρώτες ημέρες της θητείας της, ωστόσο, είχε περιγράψει τους στόχους της με εντυπωσιακά «γκραμσιανό» τρόπο. Η «οικονομική πολιτική είναι η μέθοδος» είχε πει. «Ο στόχος είναι οι ψυχές των ανθρώπων».
Μπορεί κανείς –όπως ο γράφων –να διαφωνεί με το ιδεολογικό και πολιτικό της οπλοστάσιο. Αλλά δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει ότι, πρώτον, η Θάτσερ πέτυχε τον στόχο της. Στα χρόνια της, η μεταπολεμική κεϊνσιανή συναίνεση διαλύθηκε και αντικαταστάθηκε από το πλέγμα ιδεών στο οποίο η ίδια με φανατισμό πίστευε. Και δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει, δεύτερον, ότι η Θάτσερ ανήκει σ’ εκείνο το σπάνιο είδος πολιτικών για τους οποίους η εξουσία δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν είναι καν, απλά, η προϋπόθεση για την εφαρμογή μιας πολιτικής στην οποία πιστεύουν. Η εξουσία είναι το μέσο, το εργαλείο με το οποίο θέλουν να αλλάξουν το βάθος του πολιτικού πεδίου, τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σκέφτονται, τις ιδέες, τις αντιλήψεις, τις αξίες, την κουλτούρα τους.
Από αυτήν την άποψη ο Αλέξης Τσίπρας είναι το αντιπαράδειγμα της Θάτσερ. Ας είμαστε ειλικρινείς. Το προχθεσινό Eurogroup, παρά τα όρια του τελικού συμβιβασμού, ήταν για τον Τσίπρα ένας θρίαμβος. Με ανώφελη καθυστέρηση τριών χρόνων, έστω. Με τίμημα αχρείαστα βαρύ, έστω. Αλλά πέτυχε να εφαρμόσει μέχρι τέλους μια δύσκολη πολιτική σε συνθήκες συναίνεσης –στα όρια της κοινωνικής απάθειας. Ηταν μια πολιτική στην οποία ο ίδιος δεν πίστευε, η οποία ήταν στον αντίποδα όσων διακήρυττε και υποσχόταν. Αλλά εκείνοι που, θεωρητικά, την πίστευαν ή που μπορούσαν να την υπηρετήσουν, χωρίς να περάσουν στον αντίποδα των πεποιθήσεών τους, είχαν αποτύχει να την εφαρμόσουν μέχρι τέλους. Αυτό είναι το κλέος της κυβέρνησης που αυτοπροσδιορίστηκε ως «πρώτη φορά Αριστερά». Περηφανεύτηκε γι’ αυτό και ο Τσίπρας στην πολυσυζητημένη συνέντευξή του στη γερμανική «Ντι Βελτ». Εφάρμοσε –είπε –την πολιτική που οι άλλοι δεν κατάφεραν να εφαρμόσουν. Το τίμημα ήταν μια συντριπτική ήττα της Αριστεράς στο πεδίο των ιδεών, των αξιών, των αντιλήψεων. Για να παραφράσουμε τη Θάτσερ, εφάρμοσε επιτυχώς τη μέθοδο (των άλλων) και έχασε τις ψυχές των ανθρώπων.
Η έρευνα με τίτλο «Τι πιστεύουν οι Ελληνες» που πραγματοποίησε η MRB για τον οργανισμό διαΝΕΟσις είναι μια ανάγλυφη, ευκρινέστατη αποτύπωση μιας μεγάλης μετατόπισης των ιδεών και των αντιλήψεων που συντελέστηκε την τελευταία τριετία. Η έννοια «Αριστερά», στην οποία απέδιδε θετικό νόημα τον Απρίλιο του 2015 το 52,5%, είναι τώρα «κάτι καλό» για το 33,5%.
Η έννοια «ριζοσπαστισμός», που είχε θετικό πρόσημο για το 56,4%, τώρα είναι θετικά χρωματισμένη μόνο για το 22%. Οι αυτοτοποθετούμενοι στο αριστερό άκρο της κλίμακας Δεξιά – Αριστερά μειώθηκαν στο μισό μέσα σε δύο χρόνια. Οι αυτοτοποθετούμενοι στο Κέντρο και δεξιά του είναι –πρωτοφανές –τριπλάσιοι όσων τοποθετούνται στην Κεντροαριστερά και την Αριστερά. Οι θεσμοί με τα υψηλότερα ποσοστά εμπιστοσύνης είναι, κατά σειρά, η οικογένεια, οι Ενοπλες Δυνάμεις και η Αστυνομία. Στο ερώτημα αν είναι καλύτερο να έχουμε μια χαμηλή φορολογία, έστω και αν αυτό σημαίνει λιγότερη κρατική μέριμνα, θετικά απαντά το 64% –ποσοστό διπλάσιο από ό,τι πριν από τρία χρόνια!
Ο Αλέξης Τσίπρας πήρε από το χέρι το εκλογικό του σώμα και το πέρασε απέναντι, το έπεισε να τον ακολουθήσει στη μεγάλη στροφή –που οι περισσότεροι ονομάζουν «κωλοτούμπα». Οι Ελληνες γίνονται πάλι ευρωπαϊστές (68% θετική η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση). Πείστηκαν ότι για τη χρεοκοπία της χώρας δεν φταίνε οι ξένοι, ο Σόρος, η Μπίλντερμπεργκ ή η σιωνιστική Διεθνής που υποβλέπει τους υδατάνθρακες του Καμμένου (η κρίση οφείλεται σε δικές μας αδυναμίες 70%, οφείλεται στους ξένους 10%). Εγιναν πρωτοφανώς φιλικοί στην επιχειρηματικότητα και τις ξένες επενδύσεις (το 63% θέλει ένα κράτος που παρεμβαίνει λιγότερο στην ιδιωτική οικονομία). Αλλά μαζί με αυτήν την ενηλικίωση ήρθε και μια απότομη μετατόπιση, με τους παραδοσιακούς όρους, από τα αριστερά προς τα δεξιά.
Πραγματιστής καθώς είναι ο Αλέξης Τσίπρας, ακολουθεί τους ψηφοφόρους του στη μετατόπισή τους. Προσπάθησε, μάλιστα, να χρησιμοποιήσει τη συμφωνία για το όνομα της ΠΓΔΜ ως μέσο για μια «τεκτονική αλλαγή» (κατά την έκφραση του Θανάση Καρτερού) στον πολιτικό χάρτη. Το σχέδιο ήταν απλό: το Μακεδονικό θα σπρώξει τη ΝΔ δεξιά, απελευθερώνοντας χώρο στο Κέντρο, τον οποίο ο νέος ΣΥΡΙΖΑ θα καταλάβει, υποχρεώνοντας σε δορυφοροποίηση την υπό σύσταση Κεντροαριστερά, πριν αυτή προλάβει να παγιωθεί ως νέο πολιτικό σχήμα.
Το σχέδιο έμοιαζε καλό. Αλλά μπορεί να αποδειχθεί ότι υποτίμησε το μέγεθος της αλλαγής στις «ψυχές» –στις αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις των Ελλήνων -, υποτίμησε το μέγεθος της μετακίνησης των εκλογικών πληθυσμών προς τις συντηρητικές αξίες, προς τα δεξιά, που συντελέστηκε στην τριετία της Αριστεράς. Κι έτσι και η ίδια η συμφωνία για το όνομα, αντί να γίνει μέσο πολιτικού αναδασμού, κινδυνεύει να πέσει θύμα –ως χαμένη ευκαιρία –ενός λάθος πολιτικού υπολογισμού.