Εχει υποστηριχθεί ότι, υπογράφοντας την Τελική Συμφωνία για το Μακεδονικό στις Πρέσπες, η κυβέρνηση δέσμευσε νομικά διεθνώς τη χώρα μας. Οτι δηλαδή η συμφωνία, χωρίς να κυρωθεί πρώτα από την ελληνική Βουλή, είναι υποχρεωτική στη βάση του διεθνούς δικαίου. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Πέρα από μία «ήπια» υποχρέωση να συμπεριφερθούν αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη με τρόπο καλόπιστο, που δεν θα υπονομεύει δηλαδή τα όσα η συμφωνία επιδιώκει, η σύμβαση των Πρεσπών δεν τίθεται σε ισχύ και δεν καθίσταται νομικά δεσμευτική παρά μόνο αφού κυρωθεί από τα Κοινοβούλια των δύο συμβαλλομένων κρατών. Επομένως, δεν τίθεται ούτε και ζήτημα καταγγελίας της, αλλά μη κύρωσης, δηλαδή μη θέσης αυτής σε ισχύ. Αν τεθεί σε ισχύ, το κείμενό της δεν προβλέπει τη δυνατότητα καταγγελίας.
Υπάρχουν κόμματα στο ελληνικό Κοινοβούλιο, μεταξύ των οποίων και η αξιωματική αντιπολίτευση, που -έκαστο με το δικό του σκεπτικό και για τους δικούς του, αυθεντικούς ή μη λόγους –αντιτάσσονται στη συμφωνία. Αν ακόμα το επιθυμούν τα κόμματα αυτά θα έχουν τη δυνατότητα να καταψηφίσουν τη συμφωνία όταν έρθει προς κύρωση στη Βουλή. Πολύ απλά, αν δεν υπάρξει πλειοψηφία υπέρ της συμφωνίας, δεν δημιουργούνται νέες διεθνείς νομικές υποχρεώσεις.
Διακινείται όμως το επιχείρημα ότι, λόγω της πολιτικής «δέσμευσης» που η υπογραφή της συμφωνίας συνεπάγεται, θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο για μία κυβέρνηση να ψηφίσει κατά της κύρωσης στη Βουλή. Ακούω με σκεπτικισμό, αλλά και συμπάθεια το επιχείρημα αυτό, κυρίως διότι μία από τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρωθούν πριν η συμφωνία φτάσει για κύρωση ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων είναι η γείτων να έχει τροποποιήσει το Σύνταγμά της βάσει των προδιαγραφών της συμφωνίας των Πρεσπών. Αν ένα κράτος προβεί σε μία τόσο δραστική κίνηση, όπως είναι η αλλαγή του καταστατικού χάρτη της πολιτείας του, προς ικανοποίηση αιτήματος τρίτου κράτους, στη βάση μάλιστα καλής θέλησης, εμπιστοσύνης και προσδοκίας ότι το έτερο συμβαλλόμενο μέρος, η χώρα μας δηλαδή, θα δεχτεί εντέλει να δεσμευτεί νομικά, θα είναι όντως δύσκολο να πειστεί η διεθνής κοινότητα και ιδίως οι εταίροι μας στο ΝΑΤΟ για την ύπαρξη σημαντικών λόγων που να δικαιολογούν τη μη κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών από την πλευρά της Ελλάδας και τη συναφή παρεμπόδιση της ένταξης της γείτονος στο ΝΑΤΟ. Η πολιτική πίεση, όντως, ενδέχεται να είναι μεγάλη.
Δεν θα πήγαινα όμως τόσο μακριά. Πριν και πέρα από την πολιτική διάσταση για την οποία ανησυχεί η αξιωματική αντιπολίτευση, φοβούμενη ότι τα χέρια της θα είναι δεμένα αν κληθεί ως κυβέρνηση στο μέλλον να κυρώσει τη συμφωνία, υπάρχει ένα σοβαρό νομικό επιχείρημα, ένας «ελέφαντας στο δωμάτιο» που, για κάποιο λόγο, υποκρινόμαστε ότι δεν υπάρχει ή υποτιμούμε ως προς το μέγεθός του. Αν δεν τεθεί σε ισχύ η Τελική Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και μέχρι να τεθεί, (θα) εξακολουθεί να ισχύει και να δεσμεύει πλήρως τη χώρα μας η σαφώς επαχθέστερη σε σχέση με την Τελική Συμφωνία, Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 –όπως, εξάλλου και το άρθρο 11 (1) της συμφωνίας αυτής, βάσει του οποίου υποχρεούμαστε να μην εμποδίσουμε την ένταξη της γείτονος σε διεθνείς οργανισμούς με το όνομα ΠΓΔΜ, για παραβίαση του οποίου καταδικαστήκαμε από το Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών λόγω της στάσης της τότε ελληνικής κυβέρνησης στο Βουκουρέστι. Ανεξάρτητα από την πολιτική δυναμική που –πριν καν τεθεί σε ισχύ –μπορεί να αναπτύξει η Τελική Σύμβαση, οι υπάρχουσες διεθνείς νομικές δεσμεύσεις της χώρας μας είναι σαφείς. Κατά μία έννοια, η ελληνική Βουλή δεν καλείται μόνο να κυρώσει την Τελική Συμφωνία. Το δίλημμα που τίθεται ενώπιόν της είναι αν προτιμά την Τελική Συμφωνία των Πρεσπών από την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995.